Выбрать главу

Τον πήρε ο ύπνος κάποια στιγμή λίγο πριν τα χαράματα, αλλά παρ’ όλα αυτά ξύπνησε νωρίς. Η βρεγμένη φύση γύρω του άστραφτε κάτω από το φως του ήλιου.

Ήταν υπέροχη μέρα και ο Λούθιεν ένιωθε μια βαθιά χαρά καθώς, καβαλικεύοντας τον Ριβερντάνσερ, ξεκίνησε πάλι. Ο ουρανός ήταν καταγάλανος, χωρίς ούτε ένα σύννεφο —κάτι πραγματικά σπάνιο για το Μπέντγουιντριν!— και ο Λούθιεν ένιωσε μια αίσθηση ευφορίας, μια αίσθηση ότι είναι πιο ζωντανός από κάθε άλλη φορά. Ήξερε ότι αυτό δεν οφειλόταν μόνο στον ήλιο, στα πουλιά που φτερούγιζαν και στα ζώα που τριγύριζαν απολαμβάνοντας κι αυτά μία από τις λίγες πραγματικά υπέροχες μέρες πριν από το καταθλιπτικό φθινόπωρο και τον παγερό χειμώνα. Ο λόγος μάλλον ήταν ότι σπάνια έβγαινε από την Νταν Βάρνα, ενώ πάντα ήξερε ότι δεν θα απούσιαζε για πολύ.

Τώρα όμως απλωνόταν μπροστά του ο πλατύς δρόμος που οδηγούσε τελικά στην ηπειρωτική χώρα, στο Άβον ή ακόμη και στη Γασκόνη και στο Ντουρέ, αν κατάφερνε να προλάβει τον αδελφό του. Ξαφνικά ο κόσμος φαινόταν πολύ πιο μεγάλος και τρομακτικός και από μέσα του ανάβλυζε μια νέα έξαψη, που παραμέρισε τη θλίψη του για τον Γκαρθ Ρόγκαρ και τους φόβους για τον πατέρα του. Θα ήθελε να βρισκόταν και η Κατρίν δίπλα του για να απολαύσουν μαζί την ελευθερία και την περιπέτεια.

Ως το μεσημέρι είχε καλύψει τα δύο τρίτα της απόστασης μέχρι το πορθμείο, με τον Ριβερντάνσερ να τρέχει άνετα λες και δεν θα κουραζόταν ποτέ. Ο δρόμος έστριψε πάλι προς τα νοτιοανατολικά, πέρασε μέσα από μια μικρή, δασωμένη περιοχή και από ένα χωράφι δίπλα στο νότιο άκρο του δάσους. Εκεί υπήρχε μια στενή γέφυρα από κορμούς δέντρων που διέσχιζε ένα γρήγορο ποτάμι, ενώ από την απέναντι όχθη φαινόταν άλλο ένα μικρό δάσος.

Την ίδια στιγμή, στην άλλη όχθη, μια εμπορική άμαξα βγήκε από τα δέντρα και μπήκε στη γέφυρα. Ο Κυκλωπιανός οδηγός της σίγουρα είδε τον Λούθιεν και θα μπορούσε να σταματήσει πριν από τη γέφυρα επιτρέποντας στον καβαλάρη να τη διασχίσει στα γρήγορα, αυτός όμως, με την τυπική ψευτοπαλληκαριά και την αγένεια των Κυκλωπιανών, οδήγησε την άμαξα πάνω στους κορμούς.

«Κάνε πίσω!» γρύλισε ο μονόφθαλμος όταν τα δυο άλογα της άμαξας ήλθαν αντιμέτωπα με τον Ριβερντάνσερ.

«Θα μπορούσες να σταματήσεις», διαμαρτυρήθηκε ο Λούθιεν. «Είχα ανεβεί στη γέφυρα πριν από σένα, οπότε θα μπορούσα να την περάσω πιο γρήγορα!» Πρόσεξε ότι ο Κυκλωπιανός δεν ήταν πολύ καλά οπλισμένος κι ούτε φορούσε κανένα ειδικό έμβλημα. Προφανώς, ήταν ιδιωτικός φρουρός, όχι Πραιτωριανός, ενώ οι επιβάτες της άμαξας σίγουρα θα ήταν έμποροι, όχι ευγενείς. Παρ’ όλα αυτά ο Λούθιεν είχε την πρόθεση να κάνει μεταβολή. Σε τελική ανάλυση είναι πιο εύκολο να γυρίσει ένα άλογο παρά μια ολόκληρη άμαξα.

Ένα μούτρο με μεγάλα προγούλια γεμάτο κοκκινίλες και σπυριά ξεπρόβαλε από το παράθυρο της άμαξας. «Πάτησέ τον τον ανόητο αν δεν φύγει!» διέταξε ο έμπορος και εξαφανίστηκε πάλι μέσα στην άμαξα.

Ο Λούθιεν παραλίγο να δηλώσει ότι είναι ο γιος του κόμη του Μπέντγουιντριν, παραλίγο να τραβήξει το όπλο του και να διατάξει τον Κυκλωπιανό να κάνει πίσω με την άμαξα, από δω μέχρι το πορθμείο. Τελικά όμως κατάπιε συνετά την περηφάνια του υπενθυμίζοντας στον εαυτό του ότι δεν θα ήταν καθόλου έξυπνο να πει αυτή τη στιγμή ποιος είναι. Ήταν ένας απλός ψαράς ή γεωργός, τίποτα παραπάνω.

«Λοιπόν, θα κάνεις πίσω ή θα σε πετάξω στο νερό;» ρώτησε ο Κυκλωπιανός δίνοντας ένα μικρό τίναγμα στα γκέμια, που έκανε τα δυο άλογα της άμαξας να πλησιάσουν ένα βήμα τον Ριβερντάνσερ. Και τα τρία άλογα ξεφύσηξαν ανήσυχα.

Από τη σκέψη του Λούθιεν περνούσαν κάμποσα πιθανά σενάρια, κι όλα σχεδόν, είχαν μάλλον δυσάρεστο τέλος για τον Κυκλωπιανό και τον άσχημο αφέντη του. Τελικά όμως επικράτησε ο ρεαλισμός, κι έτσι, χωρίς να πάρει στιγμή το επίμονο, θυμωμένο βλέμμα του από τον Κυκλωπιανό, τράβηξε τα γκέμια κάνοντας τον Ριβερντάνσερ ν’ αρχίσει να υποχωρεί αργά. Κατέβηκαν από τη γέφυρα και παραμέρισαν στο πλάι.

Η άμαξα πέρασε βροντώντας, σταμάτησε όμως για λίγο μπροστά του και ο χοντρός έμπορος ξεπρόβαλε πάλι το κεφάλι του για να φωνάξει: «Αν είχα χρόνο, θα σταματούσα και θα σε μάθαινα τρόπους, βρομόπαιδο!» Κούνησε το μαλακό, παχουλό χέρι του και ο Κυκλωπιανός πλατάγισε το μαστίγιο κάνοντας τα άλογα της άμαξας ν’ αρχίσουν να τρέχουν.