Выбрать главу

«Σκύλε», γρύλισε ο θρασύς Κυκλωπιανός.

Ο ληστής γέλασε πάλι. «Ο μπαμπάς μου έλεγε ότι η εντιμότητα ενός χάφλινγκ είναι αντιστρόφως ανάλογη προς το ύψος του», απάντησε ο Όλιβερ. «Και όπως βλέπεις», συνέχισε μετά από μια δραματική παύση, «είμαι πολύ κοντός!»

Για πρώτη φορά ο Κυκλωπιανός φάνηκε να μην ξέρει τι να απαντήσει. Ο Λούθιεν, παρακολουθώντας κρυμμένος στους θάμνους και προσπαθώντας να μη βάλει τα γέλια, συνειδητοποίησε ότι ο Κυκλωπιανός μάλλον δεν είχε καταλάβει καν τι του είπε ο χάφλινγκ.

«Πόσο νομίζεις ότι θα λυγίσει ακόμη η λεπίδα μου;» ρώτησε ο Όλιβερ με ένα κοφτό γέλιο. «Όπως βλέπεις νίκησα, οπότε τα πολύτιμα νομίσματα και τα κοσμήματά σας είναι δικά μου.

Προς μεγάλη έκπληξή του όμως, ο ένας Κυκλωπιανός έγινε έξι, καθώς ξαφνικά βγήκαν κι άλλοι φρουροί μέσα από τη μεγάλη άμαξα αλλά και από κάθε δυνατή εσοχή της — μάλιστα δύο από αυτούς πετάχτηκαν από κάτω. Ο ληστής μελέτησε τη νέα κατάσταση, μείωσε την πίεση στο λυγισμένο ξίφος του και έδωσε μια νέα κατάληξη στην προηγούμενη φράση του.

»…Μπορεί όμως και να κάνω λάθος».

6

Όλιβερ ντε Μπάροους

Ο καλοντυμένος ληστής βρισκόταν στο ίδιο ύψος περίπου με τους Κυκλωπιανούς αν και ήταν καβάλα στο κίτρινο άλογό του. Απέκρουσε μια λόγχη από τη μία κατεύθυνση και τράβηξε το χαλινάρι για να σηκώσει το πόνι στα δύο πισινά του πόδια και να το στρέψει έγκαιρα ώστε να αποκρούσει κάποιο ξίφος που θα τον χτυπούσε από πίσω. Οι κινήσεις του ήταν αστραπιαίες, αλλά ο Κυκλωπιανός οδηγός της άμαξας, χαμογελώντας χαιρέκακα, τράβηξε άλλο ένα όπλο, μια οπλισμένη βαλλίστρα.

Αυτό θα ήταν το τέλος του θρυλικού (όπως είχε ισχυριστεί ο ίδιος τουλάχιστον) Όλιβερ ντε Μπάροους, αλλά λίγο πιο μακριά, σε μια συστάδα θάμνων από την απέναντι όχθη του ποταμού, ο νεαρός Λούθιεν Μπέντγουιρ είχε βρει την καρδιά του και το κουράγιο του. Ο Λούθιεν δεν είχε συμπαθήσει ποτέ τους άπληστους εμπόρους, τους τοποθετούσε μόλις ένα επίπεδο πάνω από τους Κυκλωπιανούς. Ο χάφλινγκ ήταν ληστής, δεν υπήρχε αμφιβολία γι’ αυτό, αλλά για τον Λούθιεν το ίδιο ήταν και ο έμπορος. Δεν κάθισε να αναλύσει τα συναισθήματα που καθοδήγησαν τις πράξεις του εκείνη την κρίσιμη στιγμή, απλώς έκανε αυτό που του υπαγόρευσε η καρδιά του.

Έκπληκτος και ο ίδιος με τον εαυτό του, τράβηξε το τόξο του και μια στιγμή αργότερα το βέλος του βρήκε τον Κυκλωπιανό στο στήθος. Ο μονόφθαλμος σωριάστηκε στο κάθισμα της άμαξας και η βαλλίστρα γλίστρησε από τα χέρια του.

Αν ο Όλιβερ είδε το βέλος, δεν έδειξε τίποτα. «Ναι, έλα λοιπόν εσύ με το ένα μάτι, που μοιάζει τόσο πολύ με τον πισινό της γάτας!» φώναξε σε έναν Κυκλωπιανό κινώντας το λεπτό ξίφος σε μια τόσο εκπληκτική (αν και τελείως αναποτελεσματική) επίδειξη δεξιοτεχνίας ώστε ο Κυκλωπιανός απομακρύνθηκε δυο βήματα από το κίτρινο πόνι και έξυσε το γυρτό μέτωπό του.

Ο Λούθιεν οδήγησε τον Ριβερντάνσερ έξω από τους θάμνους, στην απότομη κατηφορική όχθη του μικρού ποταμού. Το δυνατό άλογο συγκέντρωσε αρκετή ορμή κατεβαίνοντας, ώστε πήδησε το ποτάμι με ένα άλμα, χωρίς να αγγίξει σχεδόν καθόλου το νερό. Ανέβηκε την άλλη όχθη και αμέσως ο Λούθιεν όρμησε προς την άμαξα με το τόξο στο χέρι, ρίχνοντας βέλη καθώς έτρεχε.

Οι Κυκλωπιανοί μούγκρισαν θυμωμένοι. Ένας από αυτούς άρπαξε μια μακριά αλαβάρδα από το πλάι της άμαξας και όρμησε να συναντήσει τον Λούθιεν, μετά όμως άλλαξε γνώμη βλέποντας τα βέλη που έρχονταν το ένα μετά το άλλο και κρύφτηκε πίσω από τα άλογα. Ο Όλιβερ, που απέκρουε επιθέσεις από τρεις διαφορετικές μεριές, δεν είχε καταλάβει καν γιατί φωνάζουν οι εχθροί του, πρόσεξε όμως ότι ο Κυκλωπιανός ο οποίος βρισκόταν τώρα πίσω από το πόνι είχε στρέφει αλλού την προσοχή του.

«Παρντόν», είπε στον Κυκλωπιανό μπροστά του και του πέταξε το μεν-γκος, έτσι που ο αντίπαλός του έκανε ένα βήμα πίσω χάνοντας την ορμή του, για να αποκρούσει το στιλέτο που ο Όλιβερ είχε ρίξει δίχως μεγάλη ακρίβεια. Χωρίς να σταματήσει, ο Όλιβερ έβγαλε το πλατύγυρο καπέλο και το ακούμπησε στα καπούλια του αλόγου του. Αμέσως, το πόνι ανασηκώθηκε και κλότσησε και με τα δύο πόδια τον Κυκλωπιανό πίσω του. Στο μεταξύ ο Όλιβερ είχε δει τον Λούθιεν που πλησίαζε εκτοξεύοντας βέλη. Πάντα ψύχραιμος, σήκωσε απλώς τους ώμους και γύρισε στην πιο επείγουσα κατάσταση μπροστά του.

Είχε ακόμη δύο αντιπάλους και γρήγορα η πίεση έγινε πολύ μεγάλη, αφού τώρα είχε μόνο το ξίφος.

Ένας άλλος Κυκλωπιανός με βαλλίστρα, ξαπλωμένος μπρούμυτα πάνω στη στέγη της άμαξας, άλλαξε στόχο και στράφηκε στον νεοφερμένο εχθρό. Ο Κυκλωπιανός σημάδεψε αλλά δεν μπορούσε να ξεχωρίσει καλά τον Λούθιεν, που είχε σκύψει χαμηλά στα πλευρά του αλόγου του χρησιμοποιώντας τον Ριβερντάνσερ σαν ασπίδα. Ο Κυκλωπιανός έριξε αλλά αστόχησε κατά πολύ, έτσι ο Λούθιεν ορθώθηκε πάλι στη σέλα, όσο χρειαζόταν για να ανταποδώσει τη βολή. Το βέλος του καρφώθηκε στην άμαξα λίγο πιο πέρα από το πρόσωπο του Κυκλωπιανού. Αν και ήταν πάνω στο άλογό του, κατάφερε να περάσει κι άλλο βέλος στο τόξο, ταχύτερα από τον αντίπαλό του. Η δεύτερη βολή του, που την έριξε ενώ απείχε γύρω στα έξι μέτρα από την άμαξα, βρήκε τον μονόφθαλμο στο πρόσωπο.