Выбрать главу

Μια στιγμή αργότερα, το κίτρινο πόνι του Όλιβερ ρίχτηκε πάνω στον μονόφθαλμο από πίσω και τον πέταξε μπρούμυτα στο χώμα. Μετά, το άλογο με την παράξενη όψη και την παράξενη εκπαίδευση, πήδησε πάνω στον Κυκλωπιανό που βογγούσε κι άρχισε να χοροπηδάει πάνω-κάτω σπάζοντας του τα κόκαλα με κάθε άλμα.

«Να σου γνωρίσω το άλογό μου», είπε ευγενικά ο Όλιβερ.

Ο Κυκλωπιανός μούγκρισε και προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά μια οπλή τον πάτησε στα μούτρα.

Ο Λούθιεν είχε χτυπήσει άσχημα με την πτώση. Δεν είχε σοβαρά τραύματα, όμως, ενώ πολεμούσε με τον Κυκλωπιανό, τον πονούσε τόσο πολύ το κεφάλι του ώστε σχεδόν δεν έβλεπε μπροστά του.

Βασικά, δεν έβλεπε μία αλλά δύο αιχμές αλαβάρδας να τον απειλούν συνεχώς, κι έτσι κουνούσε το τόξο δεξιά-αριστερά για να αποκρούσει, ενώ συγχρόνως οπισθοχωρούσε ολοένα.

Λίγο αργότερα έπεσε πάνω σε ένα δέντρο και του κόπηκε η ανάσα από την έκπληξη. Παραμέρισε αμέσως ενώ ο Κυκλωπιανός, νομίζοντας ότι τον είχε παγιδέψει, τίναξε το χέρι του ίσια μπροστά και η αιχμή της αλαβάρδας έσκαψε μια μεγάλη τρύπα στο ξύλο.

Ο Λούθιεν χτύπησε κι αυτός με το τόξο, αλλά αστόχησε και άκσυσε το τόξο να σπάει καθώς χτύπησε στο δέντρο. Το σήκωσε να το δει: το μισό κρεμόταν από μια σκλήθρα.

Καθώς ο Κυκλωπιανός γελούσε βροντερά, ο Λούθιεν του πέταξε το τόξο. Ο μονόφθαλμος το απέκρουσε εύκολα και το γέλιο του μετατράπηκε σε γρύλισμα, αλλά όταν πήγε να εφορμήσει πάλι, ανακάλυψε ότι τώρα ο αντίπαλός του κρατούσε ξίφος.

Το πόνι του Όλιβερ χόρευε ακόμη πάνω στον τσαλαπατημένο μονόφθαλμο όταν ο χάφλινγκ ανέβηκε ξανά στη σέλα. Ετοιμαζόταν να γυρίσει και να πάει να βοηθήσει τον νεαρό, αλλά σταμάτησε ακούγοντας ψιθύρους μέσα από την άμαξα.

«Ρίχ’ του!» άκουσε να λέει μια γυναικεία φωνή. «Δειλός είσαι;»

Ο Όλιβερ κούνησε το κεφάλι καταλαβαίνοντας ότι η φωνή απευθυνόταν στον έμπορο. Ο χάφλινγκ πίστευε, πράγματι, ότι οι περισσότεροι έμποροι είναι δειλοί. Ανέβηκε όρθιος πάνω στη σέλα, οδήγησε το πόνι δίπλα στην άμαξα κι ανέβηκε αθόρυβα στην οροφή, όπου σκόνταψε στο σώμα του Κυκλωπιανού, ο οποίος είχε το μακρύ βέλος του Λούθιεν καρφωμένο στο πρόσωπό του. Ο Όλιβερ κοίταξε το παπούτσι του που είχε λερωθεί από το αίμα του Κυκλωπιανού κι έκανε ένα μορφασμό αηδίας. Ξαφνικά, ένα τεράστιο χέρι τον άρπαξε από τον αστράγαλο και ο Όλιβερ κόντεψε να χάσει την ισορροπία του.

Ο αμαξάς, παρά το βέλος που ήταν καρφωμένο στο στήθος του συνέχισε να τον κρατάει πεισματικά. Ο Όλιβερ τον χτύπησε στο κεφάλι με το πλατύ μέρος του σπαθιού και, όταν εκείνος τού ελευθέρωσε τον αστράγαλο για να πιάσει το νέο του τραύμα, ο χάφλινγκ τον κλότσησε στο μάτι. Ο Κυκλωπιανός πήγε να ουρλιάξει, αλλά ακούστηκε μόνο ένας ήχος σαν γαργάρα και τότε έγυρε προς τα πίσω από τη θέση του για να σωριαστεί στο χώμα δίπλα στα άλογα της άμαξας.

«Είσαι τυχερός που δεν μου λέρωσες τα υπέροχα, κλεμμένα ρούχα μου», του είπε ο Όλιβερ, «γιατί τότε θα σε σκότωνα στα σίγουρα!»

Με ένα περιφρονητικό ξεφύσημα πήγε στην άλλη πλευρά της οροφής και γονάτισε στο ένα πόδι. Μια στιγμή αργότερα εμφανίστηκαν τα παχουλά χέρια και το κεφάλι του εμπόρου. Κρατούσε μια βαλλίστρα που την έστρεψε προς την γενική κατεύθυνση του Λούθιεν και του τελευταίου Κυκλωπιανού.

Κάτι χτύπησε τον έμπορο στο πάνω μέρος του κεφαλιού του.

«Αυτό δεν θα ήταν πολύ καλή ιδέα», άκουσε μια φωνή από πάνω. Ο έμπορος γύρισε αργά το κεφάλι του και είδε τον Όλιβερ γονατισμένο στην οροφή με τον αγκώνα ακουμπισμένο στο ένα γόνατο και το δάχτυλο να χτυπά ρυθμικά το πλάι της μύτης του, ενώ με το άλλο χέρι κρατούσε το λεπτό ξίφος δίπλα στο πρόσωπό του.

»Δεν ξέρω σίγουρα», συνέχισε ο χάφλινγκ, «αλλά νομίζω ότι αυτός εκεί μπορεί να είναι φίλος μου».

Ο έμπορος ούρλιαξε και προσπάθησε να γυρίσει τη βαλλίστρα για να σημαδέψει τον Όλιβερ. Όμως, το ξίφος άστραψε ξαφνικά μπροστά στα μάτια του, παγώνοντάς τον. Μόλις συνήλθε και συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν τραυματισμένος, προσπάθησε να ολοκληρώσει την κίνησή του. Πάτησε τη σκανδάλη της βαλλίστρας, και μόνο τότε κατάλαβε ότι το βέλος δεν ήταν πια στη θέση του στον εκτοξευτήρα του όπλου. Ο Όλιβερ, με εκείνη την επιδέξια κίνηση του ξίφους του, το είχε πετάξει από τη θέση του.

Ο χάφλινγκ άπλωσε τα χέρια σηκώνοντας τους ώμους. «Πρέπει να παραδεχτείς ότι είμαι φοβερός στο σπαθί», είπε. Ο έμπορος ούρλιαξε πάλι και εξαφανίστηκε μέσα στην άμαξα, οπότε η γυναίκα άρχισε αμέσως να τον βρίζει αποκαλώντας τον επανειλημμένα “δειλό” και χρησιμοποιώντας επίσης πολλά άλλα, χειρότερα επίθετα.

Ο Όλιβερ κάθισε στις φτέρνες πάνω στην οροφή απολαμβάνοντας την κατάσταση και κοιτάζοντας ανενόχλητος τη μάχη που συνεχιζόταν.

Ο Κυκλωπιανός, στο μεταξύ, χειριζόταν μανιασμένα την αλαβάρδα κουνώντας τη δεξιά-αριστερά και καρφώνοντας ίσια μπροστά. Ο νεαρός δεν είχε χτυπηθεί, πράγμα που έδειχνε ότι ξέρει να πολεμάει, αλλά οπισθοχωρούσε όπως-όπως και χτυπούσε παντού με το ξίφος του. Προφανώς δεν ήταν συνηθισμένος να αντιμετωπίζει ένα τόσο μακρύ όπλο.