«Πήγαινε ψάξε την άμαξα», είπε στον Λούθιεν. «Δεν ζήτησα τη βοήθειά σου, αλλά είμαι φιλότιμος, γι’ αυτό θα μοιραστώ τα λάφυρα μαζί σου». Σταμάτησε σκεφτικός για μια στιγμή μετρώντας τους πεσμένους αντιπάλους. Αρχικά θεώρησε ότι ο Λούθιεν είχε εξουδετερώσει τρεις από τους Κυκλωπιανούς, δηλαδή τους μισούς, μετά όμως έπεισε τον εαυτό του ότι ο αμαξάς ήταν δικός του. «Νίκησες δύο από τους έξι», είπε. «Επομένως τα τέσσερα έκτα από τα λάφυρα είναι δικά μου».
Ο Λούθιεν όρθωσε το παράστημά του αγανακτισμένος.
«Δηλαδή, θες τα μισά;» είπε ενοχλημένος ο χάφλινγκ.
«Δεν ήμουν ποτέ κλέφτης!» δήλωσε ο Λούθιεν. Ο Όλιβερ, ο έμπορος και η γυναίκα κοίταξαν τη σφαγή γύρω τους, τους νεκρούς και τραυματισμένους Κυκλωπιανούς που κείτονταν στο χώμα.
«Τώρα είσαι!» είπαν και οι τρεις μαζί, ενώ το πρόσωπο του Λούθιεν συσπώταν από έναν ασυναίσθητο μορφασμό.
«Λοιπόν, θα ψάξεις την άμαξα;» είπε ο Όλιβερ μετά από μερικές στιγμές σιωπής. Ο Λούθιεν σήκωσε τους ώμους. Πέρασε δίπλα τους και μπήκε στην άμαξα. Είχε πολλά διαμερίσματα, τα περισσότερα γεμάτα με τρόφιμα, μαντίλια, αρώματα και άλλα εφόδια για το ταξίδι. Μετά από μια μικρή έρευνα ο Λούθιεν βρήκε ένα μικρό, σιδερένιο κασελάκι κάτω από το κάθισμα. Το τράβηξε έξω, το σήκωσε και βγήκε από την άμαξα.
Ο έμπορος ήταν γονατισμένος και κλαψούριζε φορώντας μόνο τα εσώρουχά του.
«Έχει ένα σωρό τσέπες», εξήγησε ο χάφλινγκ στον Λούθιεν, ενώ έψαχνε το τεράστιο γιλέκο του εμπόρου.
«Εμένα μπορείς να με ψάξεις εσύ», είπε γλυκά η γυναίκα στον Λούθιεν, κι αυτός έκανε ένα βήμα πίσω χτυπώντας στην ανοιχτή πόρτα της άμαξας.
«Αν κρύβεις τίποτα πολύτιμο κάτω από αυτά τα ρούχα», της είπε ο χάφλινγκ δείχνοντας τον εφαρμοστό, αποκαλυπτικό χιτώνα της, «δεν είσαι τόσο γυναίκα όσο θέλεις να δείχνεις!»
Ο Όλιβερ άρχισε να γελάει με το αστείο του, μέχρι που πρόσεξε το μεταλλικό κασελάκι στα χέρια του Λούθιεν και τα μάτια του φωτίστηκαν.
«Βλέπω ότι είναι ώρα να πηγαίνουμε», είπε πετώντας το γιλέκο του εμπόρου.
«Κι αυτοί;» ρώτησε ο Λούθιεν.
«Πρέπει να τους σκοτώσουμε», είπε αδιάφορα ο Όλιβερ, «αλλιώς θα στείλουν πίσω μας όλη την Πραιτωριανή Φρουρά».
Ο Λούθιεν τον κοίταξε βλοσυρός. Άλλο πράγμα είναι να σκοτώνεις οπλισμένους Κυκλωπιανούς, και εντελώς άλλο να σκοτώσεις έναν ανυπεράσπιστο άντρα και μια γυναίκα, ή και τραυματισμένους εχθρούς (έστω κι αν ήταν Κυκλωπιανοί) που έχουν νικηθεί στο πεδίο της τιμής. Πριν προλάβει όμως να διαμαρτυρηθεί, ο χάφλινγκ χτύπησε το μετωπό του με το χέρι.
«Όμως, ένας από τους μονόφθαλμους το έσκασε», συνέχισε με προσποιητά στενοχωρημένο ύφος, «οπότε, έτσι κι αλλιώς θα υπάρχει ένας τουλάχιστον μάρτυρας. Φαίνεται λοιπόν ότι είναι προτιμότερο να δείξουμε έλεος». Κοίταξε γύρω του τους τραυματισμένους Κυκλωπιανούς που βογγούσαν: τον αμαξά, πεσμένο ακόμη πίσω από τα άλογα — εκείνον που τον είχε ποδοπατήσει το πόνι του Όλιβερ και τώρα είχε ανασηκωθεί στον ένα αγκώνα και παρακολουθούσε την κατάσταση — εκείνον που τον είχε καρφώσει με το ξίφος του ο Λούθιεν και ήταν ακόμη γονατισμένος κρατώντας την κοιλιά του — εκείνον που τον είχε κλοτσήσει το άλογο του Όλιβερ και ήταν πάλι όρθιος αλλά παραπατούσε, μη δείχνοντας καμιά διάθεση να ξαναπλησιάσει τους ληστές. Μετά ήταν εκείνος που τον είχε καρφώσει ο Όλιβερ στον πισινό και, τέλος, έμενε ο νεκρός με τη βαλλίστρα στην οροφή της άμαξας.
«Άλλωστε», πρόσθεσε ο χάφλινγκ χαμογελώντας σαρκαστικά, «μόνο εσύ σκότωσες φρουρούς. Εγώ απλώς τους τραυμάτισα».
«Πάρτε με μαζί σας!» φώναξε ξαφνικά η γυναίκα ορμώντας στον Λούθιεν. Έπεσε πάνω του, με αποτέλεσμα να ξεφύγει το σιδερένιο κουτί από τα χέρια του και να προσγειωθεί στα δάχτυλα των ποδιών του. Κινούμενος από τον ξαφνικό πόνο, από την αποπνικτική μυρωδιά του αρώματος της γυναίκας και από τις αναμνήσεις της Αβονίζ, ο Λούθιεν γρύλισε και την έσπρωξε πίσω. Μετά, πριν προλάβει να σκεφτεί τι κάνει, της έριξε μια γροθιά στο πρόσωπο και η γυναίκα έπεσε βαριά στο χώμα.
«Πρέπει να καλλιεργήσουμε λίγο τους τρόπους σου», είπε ο Όλιβερ κουνώντας το κεφάλι. «…Και τον δικό σου ιπποτισμό», είπε στον έμπορο, που δεν είχε διαμαρτυρηθεί καθόλου για τη γροθιά.
»Αυτό όμως, όπως και το κασελάκι με τον θησαυρό, μπορεί να περιμένει», συνέχισε ο χάφλινγκ. «Εμπρός, φίλε μου!
Ο Λούθιεν σήκωσε τους ώμους. Δεν ήξερε τι να κάνει, δεν καταλάβαινε καν τι είχε κάνει.
»Θρεντμπέαρ!» φώναξε ο Όλιβερ, και ο Λούθιεν σκέφτηκε ότι ήταν από τα πιο πετυχημένα ονόματα που είχε ακούσει ποτέ. Το άσχημο, κίτρινο πόνι πλησίασε και γονάτισε για να μπορέσει να ανεβεί πιο εύκολα ο χάφλινγκ.