Выбрать главу

«Η ζωή μας δεν είναι τόσο δύσκολη» είπε ο Γκάχρις προσπαθώντας να κατευνάσει τον επικίνδυνα περήφανο γιο του. Ο κόμης δεν θα παραξενευόταν αν άκουγε ότι ο Ίθαν επιτέθηκε στον ξάδελφο του δούκα μέρα μεσημέρι, μπροστά σε εκατό μάρτυρες και είκοσι Πραιτωριανούς Φρουρούς!

«Ναι, δεν είναι, αν σου αρέσει η δουλικότητα», γρύλισε ο Ίθαν με αμείωτο τον θυμό του.

«Μιλάς σαν παππούς», μουρμούρισε ο Γκάχρις, μια έκφραση του νησιού που σήμαινε ότι κάποιος ήταν ένα απομεινάρι από την παλιά εποχή της απόλυτης ανεξαρτησίας, όταν το Μπέντγουιντριν πολεμούσε μέχρις εσχάτων ενάντια σε όποιον τολμούσε να απειλήσει την κυριαρχία του. Η ιστορία του νησιού ήταν γεμάτη από πολέμους. Πόλεμοι ενάντια στους επιδρομείς βαρβάρους, ενάντια στις ορδές των Κυκλωπιανών, ενάντια στους αυτοανακηρυγμένους βασιλείς του Εριαντόρ, που ήθελαν να ενώσουν τη χώρα δια της βίας, ακόμη και ενάντια στον πανίσχυρο γασκονικό στόλο, όταν αυτό το τεράστιο, νότιο βασίλειο προσπάθησε να κατακτήσει όλες τις χώρες στις παγωμένες, βόρειες θάλασσες. Το Άβον είχε υποταχθεί στους βαρβάρους, αλλά οι σκληροτράχηλοι πολεμιστές του Εριαντόρ δυσκόλεψαν τόσο πολύ τους επιδρομείς ώστε εκείνοι αναγκάστηκαν να χτίσουν ένα τείχος για να αποκλείσουν τη βόρεια επαρχία, δηλώνοντας ότι η περιοχή αυτή είναι πολύ άγρια για να δαμαστεί. Εκείνες τις εποχές της ανδρείας, το Μπέντγουιντριν καυχιόταν πως κανείς Γασκόνος στρατιώτης απ’ όσους πάτησαν στο νησί δεν έφυγε ζωντανός.

Αυτά όμως ήταν αρχαία ιστορία τώρα, εφτά γενιές μετά, και ο Γκάχρις Μπέντγουιρ είχε αναγκαστεί να υποκύψει στους ανέμους της αλλαγής.

«Είμαι Μπέντγουιντριν», μουρμούρισε ο Ίθαν, λες και αυτό τα εξηγούσε όλα.

«Πάντα ο θυμωμένος επαναστάτης!» φώναξε εκνευρισμένος ο Γκάχρις. «Δεν δίνεις δεκάρα για τις συνέπειες των πράξεων σου! Η περηφάνια σου δεν σε αφήνει να δεις…»

«Η περηφάνια μου με κάνει Μπέντγουιντριν», τον έκοψε ο Ίθαν καθώς τα καστανά του μάτια με τη χαρακτηριστική κανελί απόχρωση της φυλής των Μπέντγουιρ άστραφταν επικίνδυνα μέσα στο πρωινό φως.

Η έκφραση αυτών των ματιών έκοψε την απάντηση του κόμη. «Τότε θα αναλάβει ο αδελφός σου να ψυχαγωγήσει τους καλεσμένους μας», είπε μετά, πιο ήρεμα ο Γκάχρις, πριν φύγει.

Ο Ίθαν κοίταξε πάλι στο λιμάνι. Το πλοίο είχε πλευρίσει στην αποβάθρα και κάμποσοι μεγαλόσωμοι Κυκλωπιανοί έτρεχαν για να δέσουν τα παλαμάρια σπρώχνοντας όποιους νησιώτες βρίσκονταν στο δρόμο τους, σπρώχνοντας ακόμη και μερικούς που είχαν ήδη προσπαθήσει να παραμερίσουν. Αυτά τα κτήνη δεν φορούσαν την ασημόμαυρη στολή των Πραιτωριανών Φρουρών, όπως όλοι οι συνοδοί φύλακες που είχε μαζί του κάθε ευγενής. Ακόμη και ο Γκάχρις είχε καμιά εικοσαριά από δαύτους, δώρο από τον δούκα του Μόντφορτ.

Ο Ίθαν κούνησε αηδιασμένος το κεφάλι του και κοίταξε στο προαύλιο προπόνησης, κάτω και στα αριστερά του μπαλκονιού, όπου ήξερε ότι θα έβρισκε τον Λούθιεν, τον μοναδικό του αδελφό, δεκαπέντε χρόνια μικρότερο του. Ο Λούθιεν ήταν πάντα εκεί, έκανε συνέχεια προπόνηση στην ξιφασκία και στην τοξοβολία. Δεν σταματούσε στιγμή. Ο Λούθιεν ήταν το καμάρι του πατέρα του ενώ ακόμη κι ο Ίθαν παραδεχόταν ότι δεν υπήρχε καλύτερος πολεμιστής από αυτόν σε όλο το Εριαντόρ.

Ξεχώρισε αμέσως τον αδελφό του από την κοκκινωπή απόχρωση των μακριών, κυματιστών μαλλιών του, που ήταν έναν τόνο πιο σκούρα από τα δικά του, ξανθά μαλλιά. Ακόμη και από αυτή την απόσταση ο Λούθιεν ήταν εντυπωσιακός. Ένα και ενενήντα ύψος, με φαρδιές πλάτες, μυώδη μπράτσα και χρυσοκάστανο δέρμα, ένδειξη της αγάπης του για το ύπαιθρο, το οποίο εδώ στο Μπέντγουιντριν έβλεπε περισσότερο βροχές παρά ήλιο.

Ο Ίθαν κοίταζε βλοσυρός καθώς ο Λούθιεν αποτελείωνε στα γρήγορα τον αντίπαλό του στην ξιφασκία, πριν γυρίσει αμέσως σε έναν δεύτερο άνδρα που όρμησε από πίσω του για να τον αιφνιδιάσει. Τον εξουδετέρωσε κι αυτόν χτυπώντας με το ξίφος, αποκρούοντας το χτύπημά του και σαρώνοντας τα πόδια του με μια χαμηλή, περιστροφική κλοτσιά.

Οι πολεμιστές που παρακολουθούσαν την προπόνηση ζητωκραύγασαν, ενώ ο Λούθιεν υποκλινόταν ευγενικά.