Выбрать главу

»Βάλε το κασελάκι στο δικό σου άλογο», είπε ο Όλιβερ, «κι εγώ θα πάω να βρω το μεν-γκος. Όσο για σένα», πρόσθεσε χτυπώντας τον τρεμάμενο έμπορο στο κεφάλι με το πλάι του ξίφους, «άρχισε να μετράς σαν να μετρούσες τα νομίσματά σου. Και μη σταματήσεις αν δεν τα μετρήσεις όλα, μέχρι και το τελευταίο, χίλιες φορές!»

Ο Λούθιεν πήγε στον Ριβερντάνσερ και στερέωσε το κασελάκι πίσω από τη σέλα του αλόγου. Μετά γύρισε και βοήθησε τη γυναίκα να σηκωθεί όρθια. Είχε σκοπό να της ζητήσει συγγνώμη —σε τελική ανάλυση δεν ήταν η Αβονίζ, άλλωστε ο χάφλινγκ μόλις την είχε ληστέψει— αυτή όμως τον αγκάλιασε πάλι σφιχτά και του δάγκωσε παιχνιδιάρικα το αυτί. Με μεγάλη προσπάθεια (και χάνοντας σχεδόν το αυτί του), κατάφερε να την ξεκολλήσει από πάνω του.

«Ω, είσαι τόσο δυνατός!», γουργούρισε εκείνη.

«Η κυρά σου;» ρώτησε ο Όλιβερ περνώντας με τον Θρεντμπέαρ μπροστά από τον γονατισμένο έμπορο.

«Η γυναίκα μου», απάντησε ο έμπορος με ξινισμένα μούτρα.

«Αφοσιωμένη σύζυγος, βλέπω!» είπε ο Όλιβερ. «Αλλά, βέβαια, τώρα έχουμε εμείς τα λεφτά!»

Ο Λούθιεν έσπρωξε τη γυναίκα κι έτρεξε μακριά της. Ανέβηκε στη σέλα τόσο γρήγορα ώστε κόντεψε να γκρεμιστεί από την άλλη μεριά. Στη συνέχεια, βλέποντας τη γυναίκα να τρέχει πίσω του, φτέρνισε τον Ριβερντάνσερ αναγκάζοντάς τον να καλπάσει και προσπέρασε τον Όλιβερ κατευθυνόμενος ολοταχώς προς τη γέφυρα.

Ο Όλιβερ τον κοίταξε για λίγο χαμογελώντας και πριν γυρίσει τον Θρεντμπέαρ προς τον έμπορο και τη γυναίκα του. «Και τώρα μπορείτε να πείτε σε όλους τους χοντρούς εμπόρους φίλους σας ότι σας λήστεψε ο Όλιβερ ντε Μπάροους», είπε με ένα ύφος λες κι αυτό ήταν πολύ σημαντικό.

Ο Θρεντμπέαρ ορθώθηκε στα πίσω πόδια. Ο Όλιβερ, αφού χαιρέτισε τα θύματά του αγγίζοντας την άκρη από τον γύρο του καπέλου του, έστρεψε το πόνι και απομακρύνθηκε.

7

Το πορθμείο του Ντάιμοντγκεϊτ

«Είμαι ο Όλιβερ ντε Μπάροους», είπε ο χάφλινγκ επιβραδύνοντας τον καλπασμό του πόνι του και μεταβάλλοντάς τον σε τριποδισμό, αφού είχαν απομακρυνθεί πάνω από δυο χιλιόμετρα. «Ληστής», πρόσθεσε βγάζοντας το καπέλο του με μια αριστοκρατική κίνηση.

Ο Λούθιεν πήγε να συστηθεί κι αυτός, αλλά ο χάφλινγκ δεν είχε τελειώσει. «Παλιότερα έλεγα “ληστοχάφλινγκ”», εξήγησε, «αλλά οι έμποροι δεν με έπαιρναν τόσο σοβαρά και έτσι αναγκαζόμουν να χρησιμοποιώ πιο συχνά το ξίφος μου. Για να τους πείσω, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ». Καθώς μιλούσε, έβγαλε το ξίφος από τη θήκη του κι έκανε έναν ξιφισμό προς τον Λούθιεν.

«Καταλαβαίνω», τον διαβεβαίωσε ο Λούθιεν παραμερίζοντας μαλακά το επικίνδυνο όπλο. Πήγε να συστηθεί πάλι αλλά ο χάφλινγκ τον έκοψε ξανά.

«Και αυτό είναι το εξαιρετικό μου άλογο, ο Θρεντμπέαρ», συνέχισε ο Όλιβερ χτυπώντας μαλακά το κίτρινο πόνι. «Δεν είναι από τα ομορφότερα, βέβαια, αλλά σίγουρα είναι πιο έξυπνο από κάθε άλογο, όπως και από τους περισσότερους ανθρώπους επίσης».

Ο Λούθιεν χτύπησε κι αυτός το δικό του άλογο και άρχισε να λέει: «Ριβερντ…»

«Ευχαριστώ για την απροσδόκητη βοήθεια», συνέχισε ο Όλιβερ χωρίς να έχει αντιληφθεί καν την προσπάθεια του Λούθιεν να μιλήσει. «Φυσικά, θα μπορούσα να τους νικήσω και μόνος μου, ήταν μόνο έξι στο κάτω κάτω. Όπως έλεγε όμως και ο χάφλινγκ-μπαμπάς μου, να δέχεσαι τη βοήθεια όπου τη βρίσκεις. Έτσι, λοιπόν, σου είμαι ευγνώμων…»

«Λούθ…» άρχισε να λέει πάλι ο Λούθιεν.

«Φυσικά, η ευγνωμοσύνη μου φτάνει μόνο μέχρι το μοίρασμα των λαφύρων», συνέχισε απτόητος ο Όλιβερ. «Το ένα τέταρτο για σένα». Ο Όλιβερ κοίταξε τα μάλλον απλά ρούχα του Λούθιεν με φανερή περιφρόνηση. «Κι αυτά μάλλον θα είναι τα περισσότερα λεφτά από όσα έχεις δει ποτέ στη ζωή σου».

«Μάλλον», είπε αμέσως ο γιος του κόμη του Μπέντγουιντριν, προσπαθώντας να κρύψει το χαμόγελό του. Ωστόσο, είχε φύγει από το σπίτι του χωρίς να πάρει πολλά πράγματα μαζί του. Είχε αρκετά χρήματα για να περάσει το πορθμείο και να ζήσει για μερικές μέρες, αλλά όταν έφυγε από τη Νταν Βάρνα δεν είχε σκεφτεί τι θα έκανε από εκεί και πέρα.

«Δεν υπάρχουν χρέη ανάμεσά μας, λοιπόν», είπε ο Όλιβερ, χωρίς να σταματήσει σχεδόν ούτε για να πάρει ανάσα, κόβοντας τον Λούθιεν για τέταρτη φορά πριν προλάβει να πει το όνομά του. «Θα σε αφήσω όμως να έλθεις μαζί μου, αν θέλεις. Αυτός ο έμπορος δεν ξαφνιάστηκε που με είδε. Και ήξερε φυσικά ότι δεν θα πλησίαζα την άμαξα αν έβλεπα ότι έχει έξι φρουρούς. Όμως τους έκρυψε για να μη φαίνονται», συνέχισε ο χάφλινγκ, μιλώντας μάλλον στον εαυτό του. Μετά έκανε μια στράκα με τα δάχτυλά γυρίζοντας τόσο ξαφνικά προς τον Λούθιεν, ώστε ο νεαρός ξαφνιάστηκε.