Выбрать главу

«Πιστεύω ότι έκρυψε τους μονόφθαλμους με την ελπίδα να πέσω στην παγίδα!» φώναξε. Σταμάτησε για μια στιγμή μόνο, χαϊδεύοντας το γενάκι με το γαντοφορεμένο χέρι του.

»Ναι, ναι», συνέχισε. «Ο έμπορος ήξερε ότι δουλεύω σε αυτό τον δρόμο. Δεν ήταν η πρώτη φορά που τον λήστεψα. Νομίζω ότι τον είχα ξαναπετύχει έξω από το Πρινστάουν». Κοίταξε τον Λούθιεν κουνώντας καταφατικά το κεφάλι του. «Και, φυσικά, μάλλον θα με είχε ακουστά έτσι κι αλλιώς. Οπότε μπορείς να έλθεις μαζί μου για λίγο. Μέχρι να περάσουμε τις παγίδες που σίγουρα θα έχει στήσει ο έμπορος».

«Πιστεύεις ότι δεν πέρασε ο κίνδυνος;»

«Αυτό ακριβώς δεν είπα;»

Ο Λούθιεν έκρυψε πάλι το χαμόγελό του. Ο χάφλινγκ ισχυριζόταν ότι είναι κάποιος θρυλικός ληστής. Ο Λούθιεν δεν είχε ξανακούσει ποτέ του για τον Όλιβερ ντε Μπάροους, αν και οι έμποροι που έρχονταν στο σπίτι του πατέρα του, στην Νταν Βάρνα, έλεγαν συχνά ιστορίες για ληστές που συναντούσαν στον δρόμο.

«Σε διαβεβαιώνω…» άρχισε να λέει πάλι ο Όλιβερ, τότε όμως σταμάτησε ξαφνικά και κοίταξε με περιέργεια τον Λούθιεν. «Ξέρεις», είπε, ενώ φαινόταν κάπως ενοχλημένος, «πρέπει να συστήνεσαι επίσημα όταν ταξιδεύεις με κάποιον που δεν γνωρίζεις. Υπάρχει κάποια εθιμοτυπία, ιδιαίτερα για εκείνους που θέλουν να βγάλουν τη φήμη σωστών ληστών. Τέλος πάντων», κατέληξε με έναν βαθύ στεναγμό, «θα μάθεις πολλά πράγματα όσο θα είσαι κοντά στον Όλιβερ ντε Μπάροους».

«Είμαι ο Λούθιεν», είπε αμέσως ο νεαρός Μπέντγουιρ, πριν τον διακόψει πάλι ο Όλιβερ. Αναρωτήθηκε μήπως έπρεπε να δώσει ψεύτικο όνομα, αλλά δεν του ήρθε κανένα εκείνη τη στιγμή. Άλλωστε, δεν έβλεπε για ποιον λόγο να το κάνει αυτό. «Λούθιεν Μπέντγουιρ από την Νταν Βάρνα. Και αυτός είναι ο Ριβερντάνσερ», πρόσθεσε χτυπώντας πάλι με την παλάμη το άλογό του.

Ο Όλιβερ έπιασε το καπέλο του, μετά όμως σταμάτησε ξαφνικά το πόνι του. «Μπέντγουιρ;» ρώτησε σαν να μιλούσε στον εαυτό του, σαν να ήθελε να ξανακούσει το όνομα. «Μπέντγουιρ. Αυτό το όνομα δεν μου είναι άγνωστο».

«Ο Γκάχρις Μπέντγουιρ είναι ο κόμης του Μπέντγουιντριν», είπε ο Λούθιεν.

«Α!» κατένευσε ο Όλιβερ σηκώνοντας το δάχτυλο προς τα πάνω και χαμογελώντας πλατιά καθώς θυμήθηκε το όνομα. Μετά, το χαμόγελό του έσβησε καθώς κοίταξε τον Λούθιεν ανοιγοκλείνοντας κατάπληκτος τα μάτια. «Συγγενής;»

«Πατέρας», παραδέχτηκε ο Λούθιεν.

Ο Όλιβερ προσπάθησε να απαντήσει, αλλά κόντεψε να πνιγεί. «Κι εσύ τριγυρίζεις στους δρόμους — για σπορ!» συμπέρανε ο χάφλινγκ. Στη Γασκόνη, όπου ο Όλιβερ είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, υπήρχαν παιδιά ευγενών που δημιουργούσαν κάθε είδους προβλήματα, στήνοντας ακόμη και ενέδρες σε εμπόρους στους δρόμους, καθώς ήξεραν ότι οι οικογενειακές διασυνδέσεις τους θα αποσοβήσουν τις συνέπειες. «Τράβηξε το σπαθί σου, ανόητε νεαρέ!» φώναξε ο Όλιβερ βγάζοντας το ξίφος του και το μεν-γκος. «Δεν μου αρέσουν εμένα αυτά!»

«Όλιβερ!» είπε ο Λούθιεν στρίβοντας τον Ριβερντάνσερ για να απομακρυνθεί από τον χάφλινγκ, που έδειχνε πυρ και μανία. «Τι είναι αυτά που λες;» Ο Όλιβερ έστρεψε κι αυτός το πόνι και τον ακολούθησε, με αποτέλεσμα ν’ αναγκαστεί κι ο Λούθιεν να τραβήξει απρόθυμα το ξίφος του.

«Ατιμάζεις κάθε ευυπόληπτο ληστή σε όλη τη χώρα!» συνέχισε ο χάφλινγκ. «Τι ανάγκη έχεις εσύ τα χρήματα και τα κοσμήματα;» Ο Θρεντμπέαρ πλησίασε τον Ριβερντάνσερ, και ο Όλιβερ, αν και ήταν στο μισό σχεδόν ύψος του Λούθιεν και δεν τον έφτανε καλά καλά, έκανε επίθεση με το ξίφος του.

Ο Λούθιεν απέκρουσε το λεπτό ξίφος, μα ο Όλιβερ απάντησε με μια γρήγορη σειρά από ξιφισμούς, προσποιήσεις και τομές, διενεργώντας ταυτόχρονα κάποια παραπλανητικά χτυπήματα με το μεν-γκος.

Ο Λούθιεν απέκρουσε επιδέξια όλες τις επιθετικές ενέργειες κρατώντας τέλεια την ισορροπία του και την αμυντική θέση τού ξίφους του.

«Για τον γιο του κόμη όμως όλα είναι ένα παιχνίδι», είπε σαρκαστικά ο Όλιβερ. «Είναι πολύ βαριεστημένος από τα καθημερινά του καθήκοντα, που συνίστανται κυρίως στο να τρομοκρατεί τους υπηκόους του!» Οι ξιφισμοί έγιναν πιο μανιασμένοι, ήταν φανερό ότι ο Όλιβερ ετοιμαζόταν για το τελειωτικό χτύπημα.

Όμως, η τελευταία φράση του πείραξε πραγματικά τον Λούθιεν, πρόσβαλε τον ίδιο μα και τον πατέρα του που δεν είχε φερθεί ποτέ του έτσι. Ο Λούθιεν τραβήχτηκε πίσω πάνω στη σέλα αφήνοντας τον Όλιβερ να εκτονώσει τη μανία του, και μετά εξαπέλυσε τη δική του επίθεση παραμερίζοντας το ξίφος του Όλιβερ και χτυπώντας με δύναμη. Ο Όλιβερ μπλοκάρισε το ξίφος του με το μεν-γκος και άφησε μια στριγγλιά θριάμβου, πιστεύοντας ότι θα πετούσε το όπλο από τα χέρια του Λούθιεν όπως είχε κάνει με τον Κυκλωπιανό.

Ο Λούθιεν όμως ήταν πιο γρήγορος, γύρισε το ξίφος του πριν προλάβει ο Όλιβερ να περιστρέψει το στιλέτο και να του το παγιδέψει, πετώντας σχεδόν το μεν-γκος από το χέρι του χάφλινγκ και ελευθερώνοντας το δικό του ξίφος ώστε να μπορέσει να ολοκληρώσει την κυκλική τροχιά του.