Выбрать главу

Το μεγάλο καπέλο του Όλιβερ έπεσε στο έδαφος, και ήξεραν και οι δύο ότι αν ήθελε ο Λούθιεν, στη θέση του καπέλου θα βρισκόταν το κεφάλι του χάφλινγκ.

Ο Όλιβερ τράβηξε τα γκέμια κάνοντας τον Θρεντμπέαρ να οπισθοχωρήσει μερικά βήματα και να απομακρυνθεί από τον Λούθιεν. «Μπορεί όμως και να κάνω λάθος», παραδέχτηκε.

«Κάνεις λάθος», απάντησε αυστηρά ο Λούθιεν. «Ο Γκάχρις Μπέντγουιρ έχει ελαττώματα, δεν αμφιβάλλω γι’ αυτό. Δεν ακολουθεί τις υποδείξεις της καρδιάς του όταν δεν εναντιώνεται στις εντολές του βασιλιά Γκρινσπάροου ή του δούκα του Μόντφορτ, ή κάποιου από τους πολλούς απεσταλμένους τους. Όμως, μην ξαναπείς τον Γκάχρις τύραννο γιατί θα πεθάνεις!»

«Είπα ότι μπορεί και να κάνω λάθος», απάντησε σοβαρός ο Όλιβερ.

«Όσο για μένα…» συνέχισε ο Λούθιεν, όμως η φωνή του ήταν τώρα πιο σιγανή, γιατί δεν ήξερε τι να πει. Όσο για μένα, τι; αναρωτήθηκε. Τι είχε συμβεί σήμερα; Όλα τα γεγονότα της μέρας ήταν ένα θολό συνονθύλευμα μέσα στο συγχυσμένο μυαλό του.

Για πρώτη φορά ο Όλιβερ παρέμεινε σιωπηλός αφήνοντας τον νεαρό να ξεδιαλύνει τις σκέψεις του, καταλαβαίνοντας ότι αυτό που θα έλεγε μπορεί να ήταν σημαντικό, και για τον Λούθιεν αλλά και για τον ίδιο.

«Δεν διεκδικώ πια τα δικαιώματα που συνοδεύουν το όνομα των Μπέντγουιρ», είπε ο Λούθιεν. «Το έσκασα από το σπίτι μου αφήνοντας πίσω μου το πτώμα ενός Κυκλωπιανού φρουρού. Και τώρα επέλεξα την πορεία μου». Σήκωσε το ξίφος μπροστά του, αφήνοντας τη θαυμάσια λεπίδα του να αστράψει στον ήλιο, αν και ήταν ακόμη λίγο λεκιασμένη από το αίμα του φρουρού που είχε σκοτώσει πριν από λίγο. «Είμαι παράνομος, όσο κι εσύ, Όλιβερ ντε Μπάροους», δήλωσε. «Ένας παράνομος σε μια χώρα που την κυβερνά ένας παράνομος βασιλιάς. Έτσι, το ξίφος μου από ’δώ κι εμπρός θα υπερασπίζεται τη δικαιοσύνη».

Ο Όλιβερ σήκωσε κι αυτός το σπαθί του σε χαιρετισμό εκφράζοντας τη συμφωνία του, μέσα του όμως σκεφτόταν ότι ο Λούθιεν είναι ένας ανόητος νεαρός που δεν καταλαβαίνει ούτε τους κανόνες ούτε τους κινδύνους του δρόμου. Δικαιοσύνη; Ο Όλιβερ παραλίγο να γελάσει δυνατά με αυτήν τη σκέψη. Το ξίφος του Λούθιεν μπορεί να υπερασπιζόταν τη δικαιοσύνη, το δικό του όμως δούλευε μόνο για το κέρδος. Παρ’ όλα αυτά όμως ο νεαρός ήταν πολύ ισχυρός σύμμαχος, δεν μπορούσε να το αρνηθεί αυτό. Εξάλλου, σκέφτηκε — ο Όλιβερ και αυτή η σκέψη έκανε πιο πιστευτό το χαμόγελό του, αν όντως ο νεαρός υπηρετούσε πρώτα και κύρια τη δικαιοσύνη, τότε μπορεί να άφηνε σε κείνον μεγαλύτερο μερίδιο από τα κέρδη.

Ξαφνικά ο ληστοχάφλινγκ άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι αυτή η κατάσταση μπορεί να μην ήταν προσωρινή. «Δέχομαι τις εξήγήσεις σου», είπε, «και ζητώ συγνώμη για τις βιαστικές μου πράξεις». Πήγε να υπογραμμίσει τα λόγια του πιάνοντας τον γύρο του καπέλου του, αλλά συνειδητοποίησε ότι το καπέλο ήταν ακόμη πεσμένο κάτω. Ο Λούθιεν το είδε και πήγε να το πλησιάσει, αλλά ο Όλιβερ του έκανε νόημα ότι δεν χρειάζεται. Έσκυψε χαμηλά στο πλάι της σέλας, πέρασε την αιχμή του ξίφους του κάτω από το καπέλο και το σήκωσε. Με μια περιστροφική κίνηση το έκανε ν’ αρχίσει να στριφογυρίζει στην άκρη του ξίφους και μετά, τινάζοντας το προς τα πάνω, τράβηξε το ξίφος και το καπέλο έπεσε περιστρεφόμενο για να προσγειωθεί με ακρίβεια στο κεφάλι του.

Ο Λούθιεν παρακολουθούσε κατάπληκτος, και όταν είδε το αυτάρεσκο χαμόγελο του Όλιβερ κούνησε απορημένος το κεφάλι.

«Όμως, δεν είμαστε ασφαλείς εδώ στο νησί, συνάδελφε εν παρανομία», είπε ο Όλιβερ σοβαρευόμενος. «Αυτός ο έμπορος με ήξερε ή είχε ακούσει για μένα και με περίμενε. Μάλλον πήγαινε στον πατέρα σου για να διοργανώσει ένα κυνήγι για τον Όλιβερ ντε Μπάροους». Ο χάφλινγκ σταμάτησε και ξεφύσηξε. Μετά κοίταξε τον Λούθιεν, ενώ το χαμόγελό του γινόταν τρανταχτό γέλιο.

»Ω, τι υπέροχη ειρωνεία!» φώναξε. «Ο έμπορος καταφεύγει στον κόμη για βοήθεια, ενώ ο ίδιος ο γιος του κόμη βοηθά εμένα!» Το γέλιο του Όλιβερ γινόταν όλο και πιο δυνατό, με αποτέλεσμα να βάλει και ο Λούθιεν τα γέλια, περισσότερο από ευγένεια παρά επειδή αυτό του φαινόταν πραγματικά αστείο.

Δεν πρόλαβαν να φτάσουν στο πορθμείο εκείνο το απόγευμα, όπως ήλπιζε ο Λούθιεν. Εξήγησε στον Όλιβερ ότι τα πορθμεία δεν ταξιδεύουν στη φουρτουνιασμένη θάλασσα κατά τη νύχτα, γιατί μέσα στο σκοτάδι οι φρουροί του νησιού δεν μπορούν να δουν αν υπάρχουν πτερύγια φαλαινών μέσα στον στενό πορθμό. Ο Λούθιεν περιέγραψε στον Όλιβερ τα δεκάτονα ανθρωποφάγα τέρατα, κι αυτό ήταν αρκετό για να τον πείσει ότι πρέπει να ξεχάσει το αρχικό του σχέδιο — που ήταν να φύγουν από το νησί απόψε. Έτσι, αποφάσισαν να κατασκηνώσουν για να περάσουν τη νύχτα.