Ο Λούθιεν έμεινε καθισμένος μέχρι αργά μέσα στο ψιλόβροχο δίπλα στη φωτιά που σφύριζε και κάπνιζε. Πιο κάτω στέκονταν ο Θρεντμπέαρ και ο Ριβερντάνσερ με σκυμμένα τα κεφάλια, ενώ από την άλλη μεριά της φωτιάς ο Όλιβερ κοιμόταν ροχαλίζοντας.
Ο νεαρός Μπέντγουιρ ήταν μαζεμένος κάτω από την κουβέρτα του για να προστατευτεί από την παγωνιά. Δεν μπορούσε να πιστέψει ακόμη όσα του είχαν συμβεί τις τελευταίες μέρες: ο Γκαρθ Ρόγκαρ, ο αδελφός του, ο Κυκλωπιανός φρουρός, και τώρα η επίθεση στην άμαξα του εμπόρου. Όλα έμοιαζαν εξωπραγματικά. Αισθανόταν σαν να είχε πέσει σε έναν ποταμό από ανεξέλεγκτα γεγονότα, που τον παρέσυραν στο ρεύμα τους.
«Ή μάλλον, όχι ανεξέλεγκτα», σκέφτηκε ο Λούθιεν, «αλλά νομοτελειακά». Τελικά είχε αποδειχτεί ότι ο κόσμος δεν ήταν όπως τον περίμενε. Ίσως οι τελευταίες του πράξεις στην Νταν Βάρνα —η απόφασή του να φύγει και η μονομαχία του με τον Κυκλωπιανό— ήταν ένα είδος ενηλικίωσης, μια αφύπνιση αναγκαία για αυτόν, ένα αφελή νεαρό γόνο μιας αριστοκρατικής οικογένειας.
Ναι, μπορεί να ήταν κι έτσι, ήξερε όμως ότι δεν είχε βρει ακόμη σίγουρες απαντήσεις. Και ήξερε επίσης ότι είχε ακολουθήσει τις προσταγές της καρδιάς του, τόσο στην Νταν Βάρνα, όσο και όταν είδε τον Όλιβερ να ξιφομαχεί με τους φρουρούς του εμπόρου. Ακολουθούσε τις προσταγές της καρδιάς του και τώρα, που είχε φτάσει να βρίσκεται στον δρόμο μέσα στη βροχή μιας παγερής, αυγουστιάτικης νύχτας. Δεν είχε τίποτα άλλο για να τον καθοδηγήσει.
Η επόμενη μέρα ήταν εξίσου γκρίζα και βροχερή, αλλά οι δυο σύντροφοι ταξίδεψαν με καλό ρυθμό. Σε λίγο τους ήρθε η οσμή της θάλασσας, ενώ ο αέρας έφερνε μια γεύση αλμύρας.
«Αν ήταν καθαρός ο ουρανός», είπε ο Λούθιεν, «θα βλέπαμε μέχρι τις βόρειες κορυφές του Άιρον Κρος, από δω».
«Πού το ξέρεις;» ρώτησε σαρκαστικά ο Όλιβερ. «Έχετε δει ποτέ καθαρό ουρανό σ’ αυτό το νησί;» Συνέχισαν έτσι, με πειράγματα κι ανάλαφρη καρδιά, και γρήγορα έγινε φανερό ότι ο Όλιβερ είχε πάντα τέτοια εύθυμη διάθεση! Ο Λούθιεν ένιωθε κάποια ανακούφιση εκείνη τη μέρα, λες και θα έβρισκε την ελευθερία του μόλις θα διέσχιζε τον στενό πορθμό και θα έβγαινε στην ηπειρωτική χώρα του Εριαντόρ. Αισθανόταν να τον καλεί ο απέραντος κόσμος.
Πρώτα όμως έπρεπε να περάσουν απέναντι.
Από την κορυφή μια απόκρημνης πλαγιάς είδαν για πρώτη φορά το πορθμείο του Νταϊαμοντγκέιτ, καθώς και την απέναντι όχθη του πορθμού. Ο τόπος εδώ είχε πάρει το όνομα “Νταϊαμοντγκέιτ” από ένα μικρό νησί με σχήμα διαμαντιού ή ρόμβου, που ουσιαστικά ήταν ένας μαύρος βράχος στα μισά της απόστασης ανάμεσα στις δύο όχθες.
Δύο ανοιχτές φορτηγίδες ήταν δεμένες σε δύο μακρόστενες ξύλινες αποβάθρες που βασίζονταν σε πασσάλους χοντρούς σαν κορμούς αιωνόβιας βελανιδιάς. Λίγο πιο κάτω φαίνονταν τα υπολείμματα από δυο παλιότερες αποβάθρες με εξίσου γερή κατασκευή, που η προϊούσα καταστροφή τους αποτελούσε χειροπιαστή απόδειξη της δύναμης της θάλασσας.
Οι δύο φορτηγίδες, καθώς και οι άλλες δύο που βρίσκονταν τώρα στην απέναντι όχθη του πορθμού, είχαν σχεδιαστεί και κατασκευαστεί από τους νάνους του Άιρον Κρος πριν από τριακόσια χρόνια, και από τότε οι νησιώτες τις συντηρούσαν με μεγάλη προσοχή και τις αντικαθιστούσαν όταν κάποια καταστρεφόταν από τα βράχια, τα ρεύματα ή κάποια φάλαινα. Ο σχεδιασμός τους ήταν απλός και πρακτικός: μια ανοιχτή επίπεδη σχεδία για τα φορτία και τους επιβάτες, πλαισιωμένη σε κάθε γωνία από χοντρά δοκάρια που ανέβαιναν τοξωτά μέχρι ένα κεντρικό σημείο τρία μέτρα πάνω από το κέντρο του καταστρώματος. Εδώ τα δοκάρια συνδέονταν με έναν οριζόντιο μεταλλικό σωλήνα, μέσα από τον οποίο περνούσε το χοντρό σχοινί που έφερνε το πορθμείο από τη μια όχθη στην άλλη. Ο σωλήνας είχε δυο μεγάλα γρανάζια, ένα από κάθε πλευρά, που οι προεξοχές τους περνούσαν μέσα από ανοίγματα στο πλάι του. Μια μανιβέλα στο κατάστρωμα έδινε κίνηση σε μια σειρά από γρανάζια που κατέληγαν σε αυτά τα δύο, τα οποία με τη σειρά τους έπιαναν τους κόμπους του σχοινιού που ήταν τεντωμένο από τη μια όχθη στην άλλη και κινούσαν το σκάφος κατά μήκος του. Το ωραίο αυτού του συστήματος ήταν ότι, χάρη στον εκπληκτικό σχεδιασμό των γραναζιών από τους νάνους, ένας δυνατός άνδρας μπορούσε να κινήσει μόνος του το σκάφος, ακόμη και αν είχε βαρύ φορτίο.
Παρ’ όλα αυτά όμως το πέρασμα από τη μια όχθη στην άλλη ήταν πάντα επικίνδυνο. Τα νερά σήμερα, όπως και κάθε μέρα, είχαν κύματα με αφρισμένες κορυφές, ένω τα άφθονα βράχια, ιδιαίτερα κοντά στο Νταϊαμοντγκέιτ, μπορούσαν ν’ αποτελέσουν σοβαρό κίνδυνο αν τα σκάφη συναντούσαν προβλήματα.
Η μία από τις φορτηγίδες ήταν πάντα εκτός λειτουργίας, για να αντικαταστήσουν το σχοινί της ή για να ενισχύσουν τις σανίδες του καταστρώματος. Αρκετές δεκάδες άντρες δούλευαν στο Νταϊαμοντγκέιτ σχεδόν όλο το εικοσιτετράωρο, μόνο και μόνο για να διατηρήσουν το πορθμείο σε λειτουργία.