Αλλά οι δυο σύντροφοι τους είχαν αιφνιδιάσει. Ο Ριβερντάνσερ προσπέρασε το πόνι του Όλιβερ και χτύπησε τους δυο Κυκλωπιανούς ρίχνοντάς τους κάτω. Ο χάφλινγκ οδήγησε τον Θρεντμπέαρ στην άκρη της αποβάθρας δίπλα στα βαρέλια, καταφέρνοντας να σπρώξει κάμποσα και να τα ρίξει στο νερό καθώς περνούσε.
Η μαούνα κινιόταν αργά και απείχε γύρω στα πέντε μέτρα μόνο, όταν ο Λούθιεν έφτασε στην άκρη της αποβάθρας. Δεν ήταν μεγάλο άλμα για τον Ριβερντάνσερ, πάνω στον οποίο ο νέος κρατήθηκε γερά καθώς πηδούσαν.
Ο Όλιβερ τον ακολούθησε σηκωμένος στους αναβατήρες και κρατώντας το καπέλο του με το ένα χέρι. Ο Θρεντμπέαρ έκανε κι αυτός άνετα το άλμα και σταμάτησε γλιστρώντας πάνω στο λείο κατάστρωμα, πέφτοντας λόγω της φοράς του πάνω στον Ριβερντάνσερ. Στην αποβάθρα, καμιά δεκαριά Κυκλωπιανοί φώναζαν διαμαρτυρίες ενώ κράδαιναν τα όπλα τους, αλλά ο Όλιβερ, πιο έμπειρος από τον σύντροφό του, δεν τους έδωσε σημασία. Κατέβηκε από το πόνι βγάζοντας ταυτόχρονα τα όπλα του για να αντιμετωπίσει την επίθεση ενός Κυκλωπιανού που είχε εμφανιστεί ξαφνικά μέσα από τους σωρούς των φορτίων.
Το ξίφος και το μεν-γκος άρχισαν να κινούνται αστραπιαία, μια εκπληκτική επίδειξη ακρίβειας και τεχνικής, ένας χορός των ατσάλινων λεπίδων που, ωστόσο, άφησε τον αντίπαλο του Όλιβερ άθικτο. Ο Κυκλωπιανός απλά παρακολουθούσε με ανοιχτό το στόμα, ειλικρινά εντυπωσιασμένος. Όταν όμως σταμάτησε ο Όλιβερ, ο μονόφθαλμος δεν ήταν ούτε καν τραυματισμένος, μόνο που ένιωθε κάτι παράξενο στο στήθος. Το μάτι του χαμήλωσε για να κοιτάξει τον δερμάτινο χιτώνα του και είδε ότι ο χάφλινγκ είχε χαράξει πάνω του καλιγραφικά το γράμμα “Ο”.
«Θα μπορούσα να γράψω όλο το όνομά μου», είπε ο Όλιβερ. «Και σε πληροφορώ ότι έχω πολύ μεγάλο όνομα!»
Με ένα γρύλισμα μανίας ο Κυκλωπιανός ύψωσε το βαρύ τσεκούρι του, αλλά ο Όλιβερ όρμησε μπροστά σκυφτός, πέρασε τρέχοντας ανάμεσα στα ανοιχτά του πόδια και, γυρίζοντας, κάρφωσε τον Κυκλωπιανό στον πισινό με το ξίφος.
«Θα σου έκανα κι άλλα κόλπα με το σπαθί», δήλωσε ο χάφλινγκ, «αλλά βλέπω ότι είσαι τόσο βλάκας που δεν καταλαβαίνεις καν ότι σου κάνω πλάκα!»
Ο Κυκλωπιανός μούγκρισε στρέφοντας το κεφάλι προς το μέρος του, μετά όμως, ενστικτωδώς, κοίταξε πάλι μπροστά του και μόλις που πρόλαβε να δει τη γροθιά του Λούθιεν να έρχεται προς το πρόσωπό του. Στο μεταξύ, ο Όλιβερ όρμησε πάλι μπροστά και χτύπησε με τον ώμο του τον Κυκλωπιανό στο πίσω μέρος των ποδιών. Αυτός, σπρωγμένος ήδη επίσης από τη γροθιά του Λούθιεν, έπεσε ανάσκελα και βρόντηξε δυνατά στο κατάστρωμα. Πάλεψε να σηκωθεί για μια στιγμή, αλλά μετά έμεινε ακίνητος.
Ένας παφλασμός έκανε τον Λούθιεν να κοιτάξει γύρω. Από την προβλήτα, οι Κυκλωπιανοί είχαν αρχίσει να πετούν εναντίον τους λόγχες. «Πες στον καπετάνιο να πάει πιο γρήγορα», είπε ήρεμα ο Όλιβερ στον Λούθιεν καθώς περνούσε μπροστά του. Του έδωσε ένα μικρό πουγκί με νομίσματα. «Πλήρωσέ τον, βέβαια». Ο μικρόσωμος άνδρας πήγε στην πρύμνη του σκάφους, χωρίς να ανησυχεί για τις λόγχες που συνέχιζαν να πετούν οι Κυκλωπιανοί.
»Μονόφθαλμα ζώα!» τους φώναξε. «Ηλίθια κτήνη που βγάζετε το μάτι σας όταν πάτε να σκαλίσετε τη μύτη σας!»
Οι Κυκλωπιανοί γρύλισαν και άρχισαν να ρίχνουν με ακόμη μεγαλύτερη μανία.
«Όλιβερ!» φώναξε ο Λούθιεν.
Ο χάφλινγκ γύρισε προς το μέρος του. «Έχουν μόνο ένα μάτι», του εξήγησε. «Δεν έχουν αίσθηση της προοπτικής. Δεν γνωρίζεις ότι οι Κυκλωπιανοί δεν ξέρουν σημάδι;»
Στράφηκε γελώντας. «Γεια σας!» φώναξε πάλι πειρακτικά, αλλά την ίδια στιγμή αναγκάστηκε να πηδήσει ψηλά καθώς μια λόγχη καρφώθηκε στο κατάστρωμα ανάμεσα στα πόδια του.
«Μπορεί και να κάνεις λάθος», είπε ο Λούθιεν μιμούμενος την προφορά της Γασκόνης και κλέβοντας τη συνηθισμένη φράση του Όλιβερ.
«Ακόμη και οι μονόφθαλμοι μπορεί να φανούν τυχεροί», απάντησε ενοχλημένος ο χάφλινγκ κάνοντας μια περιφρονητική στράκα με τα δάχτυλα. Και για να δείξει πόσο σίγουρος ήταν, εξαπέλυσε μια νέα σειρά από βρισιές προς τους Κυκλωπιανούς της προβλήτας.
«Τι συμβαίνει εδώ;» ρώτησε ένας ηλικιωμένος άντρας με ανεμοδαρμένο πρόσωπο πιάνοντας τον Λούθιεν από την ώμο. «Δεν επιτρέπω…
Σταμάτησε όταν ο Λούθιεν του έδωσε το πουγκί με τα νομίσματα.
»Εντάξει», είπε. «Δέστε όμως τα άλογα, γιατί θα τα χάσετε!»
Ο Λούθιεν έγνεψε καταφατικά και ο καπετάνιος γύρισε πίσω στη μανιβέλα.
Το σκάφος προχωρούσε τρομερά αργά για τους δυο ανήσυχους συντρόφους, μέτρο-μέτρο πάνω στα ταραγμένα, σκοτεινά νερά του πορθμού, εκεί όπου η Θάλασσα του Άβον συναντά τη Θάλασσα Ντόρσαλ. Είδαν τους Κυκλωπιανούς να τρέχουν στην αποβάθρα και να προσπαθούν να βγάλουν το άλλο σκάφος στη θάλασσα για να τους κυνηγήσουν. Ο Λούθιεν δεν ανησύχησε ιδιαίτερα, ήξερε ότι αυτά τα σκάφη είναι φτιαγμένα για να διασχίζουν αργά και σταθερά τα επικίνδυνα νερά και ότι δεν μπορούν να πάνε πιο γρήγορα. Το δικό τους πορθμείο προπορευόταν αρκετά, κι έτσι, όταν οι Κυκλωπιανοί θα κατόρθωναν να κινήσουν το δικό τους σκάφος, οι δυο σύντροφοι θα είχαν απομακρυνθεί τουλάχιστον δυο χιλιόμετρα.