Ο Όλιβερ πλησίασε τον Λούθιεν δίπλα στα άλογα, κουτσαίνοντας και γκρινιάζοντας.
«Είσαι πληγωμένος;» τον ρώτησε ανήσυχο το παλληκάρι.
«Όχι. Είναι το παπούτσι μου», είπε ο χάφλινγκ, βγάζοντας το παπούτσι του και δείχνοντάς το στον Λούθιεν. Φαινόταν άθικτο, αλλά ήταν βρόμικο και βρεγμένο λες και ο Όλιβερ είχε βουτήξει το πόδι του στο νερό.
»Ο λεκές!» του εξήγησε ο Όλιβερ φέρνοντας το παπούτσι του πιο ψηλά, κοντά στο πρόσωπο του Λούθιεν. «Όταν ανέβηκα στην οροφή της άμαξας του εμπόρου, πάτησα στο αίμα ενός νεκρού Κυκλωπιανού. Και τώρα δεν μπορώ να βγάλω αυτό τον καταραμένο λεκέ!»
«Και λοιπόν;» ρώτησε ο Λούθιεν σηκώνοντας τους ώμους χωρίς να καταλαβαίνει.
«Αυτά τα παπούτσια τα έχω κλέψει από το καλύτερο οικοτροφείο της Γασκόνης», απάντησε θιγμένος ο Όλιβερ, «από τον γιο ενός φίλου του ίδιου του βασιλιά! Πού θα βρω άλλα τέτοια παπούτσια σ’ αυτή την άγρια χώρα σας;»
«Μα δεν έχει τίποτα το παπούτσι σου», διαμαρτυρήθηκε ο Λούθιεν.
«Καταστράφηκε!» απάντησε ο Όλιβερ. Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος και γύρισε θυμωμένος αλλού, στηρίζοντας το βάρος του στο ένα πόδι και χτυπώντας νευρικά το άλλο στο κατάστρωμα.
Ο Λούθιεν είχε τη σύνεση να μη γελάσει με τον μουτρωμένο φίλο του.
Μερικά μέτρα πιο κάτω, ο πεσμένος Κυκλωπιανός βόγγηξε αρχίζοντας να κινείται.
«Αν ξυπνήσει, θα τον κλοτσήσω στο μάτι», ανακοίνωσε ήρεμα ο Όλιβερ. «Δυο φορές!»
Ο Όλιβερ κοίταξε άγρια τον Λούθιεν, που προσπαθούσε να κρατηθεί αλλά το στήθος του τρανταζόταν από πνιχτά γέλια. «Και μετά θα γράψω το όνομά μου, ολόκληρο το όνομά μου, το πολύ, πολύ, μεγάλο όνομά μου, στον τεράστιο πισινό του», πρόσθεσε ο χάφλινγκ.
Ο Λούθιεν έχωσε το πρόσωπό του μέσα στη φουντωτή χαίτη του Ριβερντάνσερ.
Στο μεταξύ το πορθμείο είχε απομακρυνθεί πάνω από εκατό μέτρα από την ακτή και πλησίαζε στο νησί Νταϊαμοντγκέιτ, το μέσο της διαδρομής. Όλα έδειχναν ότι είχαν ξεφύγει από τους διώκτες τους, γι’ αυτό ακόμη και ο μουτρωμένος Όλιβερ άρχισε να δείχνει καλύτερη διάθεση.
Τότε όμως το σχοινί που οδηγούσε το σκάφος από τη μια όχθη στην άλλη τραντάχτηκε ξαφνικά. Ο Λούθιεν και ο Όλιβερ, κοιτάζοντας προς την ακτή, είδαν μερικούς Κυκλωπιανούς να κρέμονται από τα δοκάρια και να χτυπούν το σχοινί με τα τσεκούρια τους.
«Ε, μην το κάνετε αυτό!» φώναξε ο καπετάνιος του πορθμείου τρέχοντας πάνω στο κατάστρωμα. Ο Λούθιεν ήταν έτοιμος να τον ρωτήσει τι προβλήματα μπορεί να αντιμετωπίσουν, όταν το σχοινί κόπηκε. Και ο Λούθιεν πήρε την απάντησή του καθώς το σκάφος άρχισε να κινείται αμέσως προς τον νότο, προς τα βράχια του νησιού, παρασυρμένο από το ρεύμα του πορθμού.
Ο καπετάνιος έτρεξε πάλι στην άλλη άκρη του σκάφους φωνάζοντας διαταγές στον μοναδικό του ναύτη. Αυτός γύριζε μανιασμένα τη μανιβέλα, αλλά το πορθμείο δεν έλεγε να κινηθεί πιο γρήγορα. Συνέχιζε με τον αργό ρυθμό του και τη θανάσιμη κίνησή του προς τον νότο.
Ο Λούθιεν και ο Όλιβερ αρπάχτηκαν από τις σέλες τους και προσπάθησαν να βρουν κάπου σίγουρα να πατήσουν καθώς το σκάφος τρανταζόταν τώρα όλο και πιο πολύ. Το πορθμείο ξύστηκε πάνω σε μερικούς μικρότερους βράχους, απέφυγε παρά τρίχα μια τεράστια βραχώδη αιχμή και τελικά έπεσε πάνω στις πέτρες, σ’ έναν μικρό και στενό κολπίσκο της παραλίας.
Το φορτίο κατρακύλησε κι έπεσε στη θάλασσα. Ο Κυκλωπιανός, που μόλις είχε αρχίσει να συνέρχεται, εκτοξεύτηκε στον αέρα και έπεσε με δύναμη πάνω σε έναν βράχο σκεπασμένο με πεταλίδες, όπου έμεινε εντελώς ακίνητος. Ένας άλλος επιβάτης είχε την ίδια τύχη, έχασε την ισορροπία του κι έπεσε στο νερό, αλλά γρήγορα βγήκε στην επιφάνεια βήχοντας και ξεφωνίζοντας. Ο Θρεντμπέαρ και ο Ριβερντάνσερ διατήρησαν πεισματικά την ισορροπία τους, αν και το πόνι γλίστρησε λίγο και πάτησε το ξυπόλυτο πόδι του Όλιβερ. Ό χάφλινγκ αναθεώρησε την προηγούμενη αηδία του για το λερωμένο παπούτσι, το έβγαλε από την τσέπη του και το ξαναφόρεσε.
Τα κύματα συνέχισαν να έρχονται απανωτά, χτυπώντας το σκάφος πάνω στα βράχια και σπάζοντας τα ξύλα. Ο Λούθιεν διέσχισε έρποντας το κατάστρωμα, έπιασε το χέρι του επιβάτη που είχε πέσει στο νερό και τον τράβηξε πάνω. Ο καπετάνιος φώναζε στον ναύτη να γυρίσει τη μανιβέλα, μετά όμως άρχισε να βλαστημάει καθώς κατάλαβε ότι, αφού η άλλη άκρη του σχοινιού ήταν κομμένη, το σκάφος δεν μπορούσε να ξεφύγει από το ρεύμα.