Выбрать главу

Ο Λούθιεν άκουσε τη ζητωκραυγή του Όλιβερ και γύρισε. Είδε το θέαμα και, για κάποιο λόγο, αποτύπωσε αυτή την εικόνα στη μνήμη του, αν και δεν ήξερε πόσο σημαντική θα αποδειχνόταν αργότερα τούτη η μικρή εξέγερση.

Ο Όλιβερ έκανε μια τούμπα από τη χαρά του, πήδησε και στριφογύρισε στον αέρα, αλλά προσγειώθηκε σαν μαρμαρωμένος κοιτάζοντας βόρεια τον ανοιχτό πορθμό και το ψηλό πτερύγιο —τρεις φορές το ύψος του τουλάχιστον— που υψώθηκε ξαφνικά μέσα από τα μαύρα νερά.

Το χαμόγελο του Λούθιεν εξαφανίστηκε όταν είδε την ξαφνική έκφραση του φίλου του. Γύρισε και είδε κι αυτός την αιτία.

Το πτερύγιο άφηνε ένα ψηλό κύμα πίσω του, μετά βυθίστηκε ως το μισό ύψος του και τελικά χάθηκε τελείως κάτω από το νερό.

Ο Λούθιεν προσπαθούσε να θυμηθεί όλες τις συμβουλές που του είχαν δώσει παλιά οι ντόπιοι ψαράδες. Σταμάτησε τη μανιβέλα και τη γύρισε μια φορά ανάποδα για να κόψει τη φόρα του σκάφους.

«Γύρνα στο νησί!» φώναξε ο Όλιβερ, τρέχοντας κοντά του, αλλά ο Λούθιεν τον άρπαξε και τον κράτησε ακίνητο, ψιθυρίζοντάς του να μην κάνει θόρυβο.

Έμειναν ακίνητοι καθώς το νερό γύρω τους σκοτείνιαζε και το σκάφος μετατοπιζόταν προς τον νότο τεντώνοντας επικίνδυνα το σχοινί του, σπρωγμένο από το πέρασμα της μεγάλης φάλαινας από κάτω του. Όταν η φάλαινα βγήκε από την άλλη μεριά, ο Όλιβερ την είδε σε όλο της το μήκος, γύρω στα δώδεκα μέτρα συνολικά, με λευκά και μαύρα μπαλώματα στο δέρμα. Ένας φονιάς δέκα τόνων. Ο Όλιβερ θα είχε σωριαστεί στο κατάστρωμα, δεν τον κρατούσαν τα πόδια του, αλλά ο Λούθιεν τον κράτησε.

«Μείνε ήρεμος και ακίνητος», του ψιθύρισε. Ο Λούθιεν υπολόγιζε στις αντιδράσεις των Κυκλωπιανών αυτήν τη φορά. Ουσιαστικά, ήταν ζώα που ζούσαν σε τρύπες στα βουνά και δεν ήξεραν τίποτα για τις φάλαινες.

Το πτερύγιο εμφανίστηκε πάλι στα δεξιά του σκάφους. Κινιόταν αργά, λες και η φάλαινα δεν είχε αποφασίσει ακόμη την επόμενη κίνησή της.

Ο Λούθιεν κοίταξε πίσω, προς το άλλο πορθμείο που πλησίαζε φορτωμένο με τους Κυκλωπιανούς. Χαμογέλασε και τους κούνησε το χέρι δείχνοντας το ψηλό πτερύγιο.

Οι Κυκλωπιανοί είδαν το πτερύγιο και, όπως περίμενε ο Λούθιεν, έπαθαν αμόκ. Άρχισαν να τρέχουν εδώ κι εκεί πάνω στο κατάστρωμα, ενώ εκείνος που ήταν στη μανιβέλα προσπαθούσε να τη γυρίσει ανάποδα για να αντιστρέψει την κίνηση του σκάφους. Μερικοί σκαρφάλωσαν στο σχοινί-οδηγό.

«Δεν είναι κακή ιδέα», παρατήρησε ο Όλιβερ κοιτάζοντας το δικό τους σχοινί.

Αντί για απάντηση, ο Λούθιεν έριξε μια ματιά στα άλογά τους και ο Όλιβερ αμέσως ζήτησε συγγνώμη.

Ο Λούθιεν κοίταξε πάλι τη μεγάλη φάλαινα που τώρα, όπως το περίμενε, άλλαζε κατεύθυνση. Οι Κυκλωπιανοί εξακολουθούσαν να βρίσκονται σε φρενίτιδα ταράζοντας τα νερά και προσελκύοντας έτσι τη φάλαινα προς το σκάφος τους.

Όταν φάνηκε ότι η φάλαινα είχε πια επιλέξει πορεία, ο Λούθιεν έπιασε πάλι τη μανιβέλα και άρχισε να τη γυρίζει αργά για να μην τραβήξει την προσοχή του κήτους.

Οι Κυκλωπιανοί, με τη χαρακτηριστική τους αλληλεγγύη, διάλεξαν έναν ανάμεσά τους και τον πέταξαν στο νερό μπροστά από τη φάλαινα που πλησίαζε, με την ελπίδα ότι θα τον έτρωγε και θα άφηνε ήσυχους τους υπόλοιπους.

Δεν ήξεραν πόσο αχόρταγες είναι αυτές οι ανθρωποφάγες φάλαινες.

Το ασπρόμαυρο κήτος, αφού καταβρόχθισε τον μονόφθαλμο, χτύπησε με τα πλευρά του το σκάφος. Μετά έκανε κύκλο και, με ένα πλατάγισμα της πανίσχυρης ουράς του, πετάχτηκε έξω από το νερό για να πέσει ξανά πάνω στο επίπεδο κατάστρωμα βυθίζοντας το μισό σκάφος στο νερό. Κυκλωπιανοί εκτινάχτηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις κουνώντας τα χέρια και ουρλιάζοντας. Η φάλαινα γλίστρησε πάλι κάτω από το νερό, αλλά εμφανίστηκε αμέσως από την άλλη μεριά του σκάφους. Το κεφάλι της ξεπρόβαλε από το νερό και είδαν ότι κρατούσε στα σαγόνια της από τη μέση και κάτω έναν Κυκλωπιανό, που ούρλιαζε και χτυπούσε ανώφελα το θαλάσσιο τέρας.

Η φάλαινα τον έκοψε στη μέση και το μισό σώμα του μονόφθαλμου, έμεινε να επιπλέει στα αιματοβαμμένα νερά.

Μια ανθρωποφάγα φάλαινα όμως δεν χορταίνει έτσι εύκολα. Η ουρά της χτύπησε με δύναμη το νερό τινάζοντας άλλους δύο Κυκλωπιανούς δέκα μέτρα ψηλά. Έπεσαν πάλι στη θάλασσα με παφλασμό, οπότε η φάλαινα τίναξε τον ένα πάλι μακριά κι έκοψε τον άλλο στη μέση.