Ναι, σκέφτηκε ο Ίθαν, ο Λούθιεν μάλλον θα ψυχαγωγήσει τους “καλεσμένους”, και αυτή η σκέψη τον εξαγρίωσε πάλι. Ήξερε όμως ότι δεν έφταιγε ο Λούθιεν. Ο αδελφός του ήταν νέος και αδαής. Ήταν είκοσι χρονών, και δεν είχε γνωρίσει ποτέ του τι σημαίνει πραγματική ελευθερία, δεν είχε γνωρίσει τον Γκάχρις όπως ήταν πριν την επικράτηση του μάγου-βασιλιά Γκρινσπάροου.
Ο Γκάχρις βγήκε εκείνη τη στιγμή στο προαύλιο προπόνησης και έκανε νόημα στον Λούθιεν να πλησιάσει. Ο κόμης του έδειξε προς το λιμάνι χαμογελώντας. Ο Λούθιεν χαμογέλασε πλατιά κι αυτός και απομακρύνθηκε, σκουπίζοντας τα μυώδη μπράτσα του καθώς έφευγε — ήταν πάντα έτοιμος να φανεί ευχάριστος σ’ όλους.
«Σε λυπάμαι καλέ μου αδελφέ», ψιθύρισε ο Ίθαν. Και το εννοούσε, γιατί ήξερε καλά ότι ο Λούθιεν μια μέρα θα αναγκαζόταν να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα, να δει σε τι κατάσταση ήταν η χώρα τους και πόσο δειλός ήταν ο πατέρας τους.
Μια φωνή από το λιμάνι τού τράβηξε την προσοχή. Γυρίζοντας είδε έναν Κυκλωπιανό να πετάει κάποιον ψαρά κάτω. Αμέσως πλησίασαν άλλοι δύο Κυκλωπιανοί και άρχισαν όλοι μαζί να χτυπούν τον πεσμένο νησιώτη με γροθιές και κλωτσιές, μέχρι που αυτός τελικά κατάφερε να ξεφύγει τρέχοντας. Μετά οι τρεις Κυκλωπιανοί ξαναγύρισαν γελώντας στη δουλειά τους και συνέχισαν να δένουν τα παλαμάρια του καταραμένου πλοίου τους.
Ο Ίθαν είχε δει αρκετά. Έκανε μεταβολή και κόντεψε να πέσει πάνω σε δύο από τους Κυκλωπιανούς στρατιώτες του πατέρα του, που περνούσαν πίσω του.
«Κληρονόμε του Μπέντγουιρ!» τον χαιρέτησε ένας από τους Κυκλωπιανούς χαμογελώντας κι αποκαλύπτοντας τα μυτερά, κίτρινα δόντια του.
Ο στρατιώτης είχε έναν περιφρονητικό τόνο που δεν διέφυγε από τον Ίθαν. Ήταν όντως κληρονόμος του Μπέντγουιρ, αλλά αυτό δεν σήμαινε τίποτα για τους Κυκλωπιανούς οι οποίοι υπάκουαν μόνο στον βασιλιά του Άβον και στους μάγους-δούκες του. Αυτοί οι φύλακες, αυτά τα “δώρα” από τον δούκα του Μόντφορτ, δεν ήταν παρά κατάσκοποι. Ο Ίθαν το ήξερε αυτό, όπως και όλος ο κόσμος. Ήταν όμως κάτι που δεν το έλεγε κανείς φανερά μέσα στο Μπέντγουιρ.
«Η διαδρομή που ακολουθείτε στην περιπολία σας περνάει συνήθως από τα ιδιωτικά διαμερίσματα της οικογένειας του κόμη;» ρώτησε κοφτά ο Ίθαν.
«Ήλθαμε απλώς για να πληροφορήσουμε τους ευγενείς ότι έφθασε ο ξάδελφος του δούκα του Μόντφορτ», απάντησε ο άλλος φρουρός.
Ο Ίθαν κοίταξε για λίγο αμίλητος το δύσμορφο πλάσμα. Οι Κυκλωπιανοί ήταν πιο κοντοί από τους ανθρώπους, αλλά και πολύ πιο γεροδεμένοι. Ακόμη και τα πιο μικρόσωμα μέλη αυτής της εύρωστης φυλής ζύγιζαν γύρω στα ενενήντα κιλά, ενώ οι πιο μεγαλόσωμοι συχνά ξεπερνούσαν τα εκατόν σαράντα. Είχαν μια τούφα από πυκνά, άγρια μαλλιά και γυρτό μέτωπο που κατέληγε στο πεταχτό φρύδι του μοναδικού και πάντα κόκκινου ματιού τους. Η μύτη τους ήταν φαρδιά, επίπεδη και τα χείλια τους σχεδόν ανύπαρκτα, με αποτέλεσμα να φαίνονται σχεδόν πάντα εκείνα τα ζωώδη, κίτρινα δόντια τους. Επίσης, δεν υπήρχε Κυκλωπιανός που να έχει πηγούνι.
«Ο Γκάχρις γνωρίζει για την άφιξη», είπε με βαριά, σχεδόν απειλητική φωνή. Οι δυο Κυκλωπιανοί κοιτάχτηκαν χαμογελώντας χλευαστικά, αλλά το χαμόγελό τους εξαφανίστηκε όταν κοίταξαν πάλι τον οργισμένο Ίθαν και είδαν ότι το χέρι του ήταν στη λαβή του ξίφους του. Δυο νεαρά παιδιά, υπηρέτες της οικογένειας του δούκα, είχαν μπει στην αίθουσα και παρακολουθούσαν τη σκηνή με μεγάλο ενδιαφέρον.
«Παράξενο να φορά κανείς ξίφος μέσα στο ίδιο του το σπίτι», είπε ο ένας από τους Κυκλωπιανούς.
«Είναι μια συνετή προφύλαξη όταν κυκλοφορούν βρομεροί μονόφθαλμοι», απάντησε δυνατά ο Ίθαν παίρνοντας θάρρος από την εμφάνιση των δύο παιδιών. Οι φρουροί τον κοίταξαν βλοσυροί, αλλά και το δικό του ύφος ήταν εξίσου άγριο.
»Και μην ακούσω άλλη λέξη από το στόμα σας», τους διέταξε ο Ίθαν. «Η ανάσα σας βρομάει αφόρητα».
Η έκφραση των δύο Κυκλωπιανών έγινε ακόμη πιο απειλητική, αλλά ο Ίθαν είχε καταλάβει ότι μπλοφάριζαν. Σε τελική ανάλυση ήταν ο γιος του κόμη, και οι Κυκλωπιανοί ήταν υποχρεωμένοι να κρατήσουν τα προσχήματα. Οι δυο στρατιώτες έκαναν μεταβολή και απομακρύνθηκαν με βαριά βήματα.
Ο Ίθαν έριξε μια ματιά στους νεαρούς που έφευγαν τρέχοντας αλλά και χαμογελώντας. «Αυτοί είναι οι νέοι του Μπέντγουιντριν», σκέφτηκε. «Οι νέοι μιας περήφανης φυλής». Ο Ίθαν αισθάνθηκε κάποια παρηγοριά και ελπίδα βλέποντας την επιδοκιμασία τους για τη θαρραλέα αντιμετώπιση των Κυκλωπιανών. Μπορεί το μέλλον να ήταν καλύτερο.
Όμως, παρά τη φευγαλέα στιγμή ελπίδας, ο Ίθαν ήξερε ότι είχε δώσει στον πατέρα του έναν ακόμη λόγο να τον κατσαδιάσει.
2
Δυο ευγενείς και οι κυρίες τους
Λίγο αργότερα μπήκε στην αίθουσα ακροάσεων του αρχοντικού του Γκάχρις Μπέντγουιρ ένας στρατιώτης Κυκλωπιανός με το σύμβολο του Μόντφορτ στην ασπίδα του: το λυγισμένο χέρι με την αξίνα του μεταλλωρύχου. Η αίθουσα ήταν ένα μεγάλο τετράγωνο δωμάτιο με πολλά άνετα καθίσματα και τεράστιο τζάκι.