Ο Όλιβερ πετάχτηκε όρθιος και μάζεψε το πεσμένο καπέλο του. Στράφηκε προς το νησί του Νταϊαμοντγκέιτ και κούνησε τα χέρια ειδοποιώντας εκείνους που τους είχαν βοηθήσει ότι κατάφεραν να βγουν στην ξηρά.
Ο Λούθιεν οδήγησε τον Ριβερντάνσερ κοντά στο χαμηλό, βράχινο τείχος και κοίταξε το διαλυμένο σκάφος. Είκοσι μέτρα πιο κάτω εμφανίστηκε πάλι το πτερύγιο της φάλαινας να κάνει κύκλους γύρω από τα ξύλα που επέπλεαν.
«Δεν ήταν και τόσο άσχημα», είπε ο Όλιβερ.
Ο Λούθιεν δεν ήξερε αν έπρεπε να κατεβεί κάτω και να του δώσει καμιά γροθιά, ή να τον πετάξει στον αέρα για να δείξει τη χαρά του για τη νίκη τους. Το αίμα έτρεχε άγρια στις φλέβες του, η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Ένιωθε πιο ζωντανός από κάθε άλλη φορά, με μια ασυγκράτητη αγαλλίαση που δεν του είχε δώσει ως τότε καμιά νίκη στην αρένα.
Αν όμως ο Όλιβερ μιλούσε σοβαρά, τι άλλο μπορεί να αντιμετώπιζε κοντά του; Ποιες χειρότερες ακόμη καταστάσεις;
Παρά την άγρια χαρά που τον είχε τυλίξει, ο Λούθιεν αισθάνθηκε να τον διαπερνά ένα ρίγος.
«Κοίτα, έρχονται να μας συγχαρούν για τις επιτυχημένες ενεργειές μας», είπε ο Όλιβερ δείχνοντας βόρεια, προς τις αποβάθρες του πορθμείου. Καμιά εικοσαριά άτομα έρχονταν τρεχάτα προς το μέρος τους φωνάζοντας και κραδαίνοντας διάφορα εργαλεία.
«…Για να μας συγχαρούν;» έκανε ο Λούθιεν.
Ο Όλιβερ κοίταξε το διαλυμένο σκάφος. «Λες να θέλουν να τους πληρώσουμε τη μαούνα;»
Ο Λούθιεν σήκωσε τους ώμους ενώ ο Όλιβερ έτρεχε ήδη στο άλογό του.
Ανέβηκε στη σέλα και έκανε υπόκλιση βγάζοντας το καπέλο του με μια μεγαλόπρεπη χειρονομία. «Ευχαριστώ για το χειροκρότημα», φώναξε στον όχλο που πλησίαζε, «αλλά δυστυχώς η αυλαία πέφτει!»
Γύρισαν και απομακρύνθηκαν καλπάζοντας δίπλα-δίπλα, ο δανδής χάφλινγκ πάνω στο άσχημο, κίτρινο πόνι του και ο γιος του κόμη Μπέντγουιρ πάνω στο άσπρο άλογό του.
Οι επόμενες λίγες μέρες πέρασαν πολύ ήσυχα για τους δυο κουρασμένους συντρόφους. Ταξίδεψαν προς τα νότια χωρίς προβλήματα περνώντας μέσα από διάφορες αγροτικές περιοχές του Εριαντόρ. Οι κάτοικοι της περιοχής ήταν φιλόξενοι, συχνά τους πρόσφεραν ένα γεύμα και μια θέση στους στάβλους τους για να κοιμηθούν, με μόνο αντάλλαγμα κάποια νέα από τον έξω κόσμο.
Σε αυτές τις περιπτώσεις ο Όλιβερ κυριαρχούσε πάντα στη συζήτηση εξιστορώντας στον Λούθιεν και στους αγρότες περιπέτειες από την εποχή που ζούσε στη Γασκόνη, περιπέτειες πολύ πιο μεγάλες και επικίνδυνες από εκείνα τα “μικροεπεισόδια” που είχε αντιμετωπίσει με τον Λούθιεν μετά τη ληστεία της άμαξας του εμπόρου.
Ο νεαρός άκουγε όλες αυτές τις αφηγήσεις χωρίς σχόλια, αφού ήξερε ότι όσα έλεγε ο Όλιβερ ήταν κατά τα τρία μέρη κομπασμοί και κατά το ένα μέρος αλήθεια (και, μάλιστα, είχε την υποψία ότι ακόμη και αυτή η αναλογία ήταν γενναιόδωρη). Όμως, ο Λούθιεν δεν έβλεπε τίποτα το κακό στους εξωφρενικούς ισχυρισμούς του χάφλινγκ, και οι αφηγήσεις διασκέδαζαν τους οικοδεσπότες τους. Πάντως, κανείς από τους αγρότες που τους φιλοξένησαν δεν είχε ακούσει τίποτα για τον Ίθαν. Κάθε πρωί, όταν ο Λούθιεν και ο Όλιβερ έφευγαν από τη φάρμα όπου είχαν κοιμηθεί, τους ξεπροβόδιζε όλη η οικογένεια και, μερικές φορές επίσης και οι γείτονες, χαμογελώντας και κουνώντας τα χέρια καθώς τους εύχονταν καλή τύχη.
Γενικά ο Λούθιεν είχε πολλές έγνοιες για να ανησυχεί και για τα ψέματα ή τις υπερβολές του Όλιβερ. Δεν μπορούσε ακόμη να ξεκαθαρίσει μέσα του τις μπερδεμένες σκέψεις και τα γεγονότα της προηγούμενης εβδομάδας, πάντως, σίγουρα δεν ένιωθε άσχημα για ό,τι είχε κάνει. Ακόμη και όταν σκεφτόταν τον Κυκλωπιανό στο σπίτι του πατέρα του ή αυτόν πάνω στην άμαξα του εμπόρου ή εκείνους που ήταν στο πορθμείο που βούλιαξε η φάλαινα, δεν μετάνιωνε για ό,τι έκανε και, μάλιστα, έπαιρνε κουράγιο από την επίγνωση ότι αν αντιμετώπιζε στο μέλλον την ίδια κατάσταση θα αντιδρούσε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.
Έπαιρνε κουράγιο επίσης από τον σύντροφό του. Κάθε μέρα που περνούσε, του άρεσε όλο και πιο πολύ η συντροφιά του Όλιβερ. Αυτός ο χάφλινγκ ήταν ομολογουμένως ένας κλέφτης, αλλά δεν ήταν κακός άνθρωπος. Κάθε άλλο. Από τις πράξεις του κι από τις εξιστορήσεις του (τουλάχιστον από εκείνα τα μέρη που ο Λούθιεν υποψιαζόταν ότι μπορεί να είχαν κάποια δόση αλήθειας), έβλεπε ότι ο Όλιβερ ήταν αφοσιωμένος σε ορισμένες ευγενείς αρχές. Για παράδειγμα, έκλεβε μόνο από εμπόρους και ευγενείς ενώ, παρά τους κομπασμούς του, όταν αιχμαλώτισαν τον έμπορο και τη γυναίκα του στην άμαξα, δεν ήθελε να σκοτώνει κανέναν εκτός από Κυκλωπιανούς.