Κι έτσι ο Λούθιεν, αφού δεν ήξερε πώς να βρει τον αδελφό του, αποφάσισε να ακολουθήσει τον “ληστοχάφλινγκ” στην πορεία του, όπου κι αν τον οδηγούσε, αφήνοντας τη μοίρα να τον κατευθύνει.
Αφού, ταξίδευαν προς τα νότια για αρκετές μέρες, έστριψαν ανατολικά διασχίζοντας χωράφια με ψηλό σιτάρι που το ανάδευε ο άνεμος και προσπερνώντας μεγάλα, πέτρινα τείχη. «Θα περάσουμε ανάμεσα στα βουνά», του εξήγησε ο Όλιβερ ένα απόγευμα δείχνοντας μια βαθιά χαράδρα που χώριζε τον κύριο όγκο του Άιρον Κρος από μια βορινή οροσειρά. «Το πλοίο με άφησε στον δρόμο για το Μόντφορτ, γι’ αυτό δεν έχω περάσει ποτέ από εκεί».
«Είναι το Πέρασμα του Μπρους Μακντόναλντ», είπε ο Λούθιεν.
Ο Όλιβερ έκοψε λίγο τον ρυθμό του Θρεντμπέαρ για να κοίταξει σκεφτικός το πέρασμα. «Και αυτός ο Μπρους Μακντόναλντ θα θέλει διόδια για να μας αφήσει να περάσουμε;» ρώτησε βάζοντας προστατευτικά το χέρι του πάνω στο πουγκί του.
«Μόνο αν βγει από τον τάφο», απάντησε γελώντας ο Λούθιεν και άρχισε να εξηγεί στον Όλιβερ τον θρύλο του Μπρους Μακντόναλντ, του μεγαλύτερου ήρωα του Εριαντόρ, που απώθησε τις επιθέσεις των Κυκλωπιανών και τους έστειλε πίσω στις τρύπες τους στα βουνά. Σύμφωνα με τις αφηγήσεις, ο Μπρους Μακντόναλντ είχε ανοίξει ο ίδιος το πέρασμα ανάμεσα στα βουνά και έτσι τα διέσχισε πιο εύκολα αιφνιδιάζοντας την κύρια δύναμη των Κυκλωπιανών, που δεν περίμεναν τον στρατό του πριν έλθει η άνοιξη και γίνουν διαβατά τα περάσματα των βουνών.
«Και τώρα οι Κυκλωπιανοί είναι φίλοι σας;» ρώτησε ο Όλιβερ. «Εμείς στη Γασκόνη δεν έχουμε Κυκλωπιανούς», καυχήθηκε. «Ή, τουλάχιστον, δεν τολμούν να ξεπροβάλουν το άσχημο μούτρο τους από τις βρόμικες τρύπες τους στα βουνά!» Ο χάφλινγκ συνέχισε εξηγώντας στον Λούθιεν πώς αντιμετώπισαν οι Γασκόνοι τους μονόφθαλμους και εξιστορώντας μεγάλες μάχες, πολύ μεγαλύτερες φυσικά από αυτές που θα μπορούσε να είχε δώσει ποτέ ο Μπρους Μακντόναλντ.
Ο Λούθιεν άφησε τον Όλιβερ να μιλά παύοντας σιγά-σιγά έπαψε να τον προσέχει. Σκεφτόταν την ιστορία του Μπρους Μακντόναλντ και πώς έβραζε το αίμα του κάθε φορά που άκουγε να μιλούν για τον θρυλικό ήρωα. Ξαφνικά, ο νεαρός Μπέντγουιρ άρχισε να καταλαβαίνει τις πράξεις και τα συναισθήματά του. Κατάλαβε γιατί δεν ταράχθηκε τόσο πολύ όταν σκότωσε τον Κυκλωπιανό στο σπίτι του πατέρα του. Θυμήθηκε τα συναισθήματα που ένιωσε όταν έπεσε ο Κυκλωπιανός από το σκάφος τους. Δεν είχε πάει να τον βοηθήσει, κάτι που έκανε αμέσως όταν έπεσε στη θάλασσα ο άνθρωπος επιβάτης.
Δεν είχε συνειδητοποιήσει ποτέ ως τότε πόσο βαθύ ήταν το μίσος του για τους Κυκλωπιανούς. Τώρα, συνειδητοποιώντας αυτή την πραγματικότητα, κατάλαβε και τον Ίθαν. Εννόησε πια γιατί είχε πάψει ο αδελφός του να μονομαχεί στην αρένα, απ’ όταν ο δούκας του Μόντφορτ έδωσε τους Κυκλωπιανούς φρουρούς στον Γκάχρις, πριν από μερικά χρόνια. Ξαφνικά του ήρθε ένα κύμα αναμνήσεων καθώς εξερευνούσε αυτές τις καινούργιες γνώσεις για τον εαυτό του, τις απηχήσεις ιστοριών που του είχαν αφηγηθεί ο πατέρας του και άλλοι κατά τα παιδικά του χρόνια για τις βαρβαρότητες των Κυκλωπιανών, πριν τους νικήσει ο Μπρους Μακντόναλντ. Αλλά και πιο πρόσφατα οι μονόφθαλμοι είχαν κάνει κι άλλες απάνθρωπες επιδρομές, συνήθως ενάντια σε οικογένειες ανυπεράσπιστων αγροτών.
Ο Λούθιεν ήταν ακόμη βυθισμένος στις σκέψεις του όταν ο Όλιβερ σταμάτησε τον Θρεντμπέαρ κοιτάζοντας συγχρόνως ολόγυρα. Ο Ριβερντάνσερ συνέχισε να προχωρεί καθώς ο Λούθιεν δεν είχε αντιληφθεί τίποτα, και θα συνέχιζε αμέριμνος αν δεν του σφύριζε ο Όλιβερ.
Ο νέος στράφηκε και κοίταξε απορημένος τον φίλο του. Βλέποντας πόσο ανήσυχος έδειχνε ο Όλιβερ, γύρισε κοντά του με τον Ριβερντάνσερ. «Τι είναι;» ρώτησε σιγανά.
«Πρέπει να μάθεις να τα μυρίζεσαι αυτά τα πράγματα», ψιθύρισε ο Όλιβερ.
Την ίδια στιγμή ένα βέλος σφύριξε στον αέρα, πολύ πάνω από τα κεφάλια τους.
«Κυκλωπιανοί», μουρμούρισε ο Όλιβερ, προσέχοντας πόσο άστοχη ήταν η βολή.
Την ίδια στιγμή, το σιτάρι στα χωράφια που βρίσκονταν κι από τις δυο πλευρές του δρόμου πίσω τους άρχισε να κινείται πέρα δώθε, ώσπου καμπόσοι Κυκλωπιανοί βγήκαν στον δρόμο καβάλα σε αλογόχοιρους, αποκρουστικά αλλά μυώδη ζώα που έμοιαζαν σαν διασταύρωση ανάμεσα σε μακρύτριχο πόνι και αγριογούρουνο.
Ο Λούθιεν και ο Όλιβερ στράφηκαν προς τα πίσω σπιρουνίζοντας τα άλογά τους, αλλά είδαν άλλους δύο Κυκλωπιανούς να βγαίνουν από το σιτάρι, ο ένας σχεδόν δίπλα στον Όλιβερ κι ο άλλος πιο κάτω, στον δρόμο.
Ο Όλιβερ ανάγκασε τον Θρεντμπέαρ να σηκωθεί στα πίσω πόδια και να γυρίσει στο πλάι, καθώς ο Κυκλωπιανός ορμούσε κατά πάνω τους. Το πανέξυπνο κίτρινο πόνι κλότσησε με τα μπροστινά του πόδια χτυπώντας τα χέρια και το ξίφος του Κυκλωπιανού. Το χτύπημα δεν έκανε σοβαρή ζημιά, πάντως απασχόλησε για λίγο τον μονόφθαλμο μέχρι που ο Όλιβερ, ο οποίος είχε γείρει χαμηλά στη σέλα, πέρασε εύκολα το ξίφος του κάτω από τα μπροστινά πόδια του ορθωμένου αλόγου.