Выбрать главу

Ο Κυκλωπιανός δεν είδε καν το ξίφος. Έβγαλε μια στριγγλιά πόνου και προσπάθησε να απομακρυνθεί, αλλά το ξίφος είχε κάνει ήδη τη δουλειά του. Ο αλογόχοιρος πέρασε δίπλα στον Όλιβερ και τον Θρεντμπέαρ, και ο πρώτος, για καλό και για κακό, έπιασε το ξίφος του Κυκλωπιανού με το μεν-γκος και του το πέταξε από το χέρι.

Ο κτηνάνθρωπος όμως δεν αντιλήφθηκε τίποτα, καθώς μια στιγμή αργότερα σωριάστηκε μπροστά στη σέλα και το μάτι του έκλεισε.

Λίγο πιο κάτω ο Λούθιεν έστριψε κατάλληλα τον Ριβερντάνσερ για να αντιμετωπίσει τον δεύτερο Κυκλωπιανό που εφορμούσε με τον αλογόχοιρό του. Ο Λούθιεν σήκωσε το ξίφος του, ενώ ο Κυκλωπιανός τον σημάδευε με μια λόγχη. Ο μονόφθαλμος έμοιαζε να έχει το πλεονέκτημα διαθέτοντας μακρύτερο όπλο, γι’ αυτό πίστευε ότι θα χτυπήσει εύκολα τον αντίπαλό του καθώς άρχισαν να καλπάζουν ο ένας προς τον άλλο.

Όμως, το ξίφος του Λούθιεν κατέβηκε με μια περιστροφική κίνηση και χτύπησε την αιχμή της λόγχης από τη μέσα πλευρά. Το κυκλικό χτύπημα απώθησε τη λόγχη και τη σήκωσε ψηλά, κι έτσι το ξίφος βρέθηκε τώρα σε θέση κρούσης πάνω από τον λαιμό του αλογόχοιρου. Ο Λούθιεν αντέστρεψε ξαφνικά τη λαβή του γυρίζοντας τη λεπίδα του ξίφους, έτσι ώστε η κόψη του χαράκωσε το μπράτσο του Κυκλωπιανού και τον ανάγκασε να πέσει προς τα πίσω, καθώς οι δύο αντίπαλοι περνούσαν ο ένας δίπλα στον άλλο.

Ο Λούθιεν κράτησε σταθερή την πίεση του ξίφους υποχρεώνοντας τον Κυκλωπιανό να πέσει από τη σέλα και να προσγειωθεί βαριά στον δρόμο. Αμέσως μετά ο μονόφθαλμος είδε τον Όλιβερ να ορμάει κατά πάνω του. Έπεσε μπρούμυτα κάτω και σκέπασε το κεφάλι με τα τραυματισμένα χέρια του, σίγουρος ότι θα ποδοπατιόταν.

Ο Όλιβερ όμως δεν είχε τον χρόνο να τον αποτελειώσει. Από πίσω τους πλησίαζαν καμιά εικοσαριά Κυκλωπιανοί, γι’ αυτό ο Όλιβερ δεν ήθελε να καθυστερήσει ρισκάροντας, ίσως, να μπερδευτούν τα πόδια του Θρεντμπέαρ με τα σπασμένα μέλη του Κυκλωπιανού. Φτέρνισε τον Θρεντμπέαρ και το πόνι πήδησε πάνω από τον πεσμένο κτηνάνθρωπο για να συνεχίσει καλπάζοντας πίσω από τον Ριβερντάνσερ.

Η καταδίωξη άρχισε, βέλη πετούσαν παντού και, μολονότι ο Όλιβερ είχε δίκιο όταν έλεγε ότι οι Κυκλωπιανοί δεν μπορούν να υπολογίσουν σωστά τις αποστάσεις, οι απλοί νόμοι του τυχαίου έδειχναν ότι οι δυο σύντροφοι κινδυνεύουν.

Ο Λούθιεν αισθάνθηκε τον Ριβερντάνσερ να παραπατάει για μια στιγμή, και κατάλαβε ότι το άλογό του είχε δεχθεί ένα βέλος στα καπούλια. Άλλο ένα βέλος τον άγγιξε επικίνδυνα, γραττζουνώντας τον ώμο του.

«Να βγούμε από τον δρόμο;» φώναξε ο Λούθιεν. Σκέφτηκε ότι ίσως θα έπρεπε να κρυφτούν μέσα στο ψηλό σιτάρι. Ο Όλιβερ όμως διαφώνησε. Τα άλογα ή ακόμη κι ένα πόνι όπως ο Θρεντμπέαρ, είναι πιο γρήγορα από τους αλογόχοιρους σε ομαλό έδαφος, μέσα στα χωράφια όμως οι αλογόχοιροι θα είχαν το πλεονέκτημα. Άλλωστε, το σιτάρι και από τις δύο πλευρές του δρόμου συνέχιζε ν’ αναταράζεται βίαια καθώς έβγαιναν όλο και πιο πολλοί Κυκλωπιανοί από τα χωράφια.

«Αυτός ο έμπορος», φώναξε ο Όλιβερ, «δεν καταλαβαίνει από αστεία!»

Ο Λούθιεν δεν πρόλαβε να απαντήσει, καθώς είδε έναν Κυκλωπιανό να βγαίνει μέσα από το σιτάρι λίγο πιο μπρος, από τη δική του πλευρά του δρόμου. Έσκυψε χαμηλά πάνω στον μυώδη λαιμό του Ριβερντάνσερ και σπιρούνισε το άλογο. Ο Ριβερντάνσερ έσκυψε κι αυτός το κεφάλι και άρχισε να καλπάζει ακόμη πιο γρήγορα. Ο Λούθιεν αισθάνθηκε τον άνεμο από ένα ξίφος, αλλά πέρασε τόσο γρήγορα δίπλα από τον Κυκλωπιανό, ώστε εκείνος δεν πρόλαβε να τον χτυπήσει.

Ο Λούθιεν άφησε τον Ριβερντάνσερ να κόψει λίγο ταχύτητα μέχρι που τον πρόλαβε ο Όλιβερ. Είχε αποφασίσει ότι θα αντιμετώπιζαν μαζί την κατάσταση, αν και δεν έβλεπε πώς θα κατάφερναν να ξεφύγουν. Όλο και πιο πολλοί Κυκλωπιανοί έβγαιναν στο δρόμο μπροστά τους, γι’ αυτό οποιαδήποτε καθυστέρηση θα επέτρεπε σ’ εκείνους που τους καταδίωκαν να τους προφτάσουν.

Ο Λούθιεν κοίταξε τον Όλιβερ και κόντεψε να βάλει τα γέλια βλέποντας ένα βέλος να είναι καρφωμένο στο μεγάλο καπέλο του φίλου του.

«Έχε γεια!» φώναξε ο νεαρός Μπέντγουιρ, και ο Όλιβερ απλώς χαμογέλασε.

Όμως, έμειναν και οι δύο άναυδοι όταν στράφηκαν πάλι μπροστά, γιατί ξαφνικά είδαν ένα διάφανο πεδίο, ένα λαμπερό γαλάζιο φως να εμφανίζεται πάνω στον δρόμο. Ξεφώνισαν και οι δύο από έκπληξη και φόβο πιστεύοντας ότι πρόκειται για κάποια Κυκλωπιανή μαγεία, και προσπάθησαν να στρίψουν τα άλογά τους. Ο Όλιβερ έβγαλε το μεγάλο καπέλο από το κεφάλι του και το έβαλε μπροστά στο πρόσωπό του.