Το δέος του Λούθιεν για την παράξενη τροπή των γεγονότων μεγάλωσε ακόμη περισσότερο όταν κοίταξε μέσα στην κρυστάλλινη σφαίρα. Έβλεπε τον εαυτό του, και τον Όλιβερ επίσης, να κινούνται μέσα στη σπηλιά. Είδε τον Θρεντμπέαρ και τον Ριβερντάνσερ να ξεκουράζονται από τη μακριά διαδρομή. Στην αρχή νόμισε ότι πρόκειται για κάποια παράξενη αντανάκλαση, μετά όμως κατάλαβε ότι η προοπτική ήταν λάθος: έβλεπε τις εικόνες σαν να κοίταζε από την οροφή.
Στο γραφείο, ο Όλιβερ έβαλε ένα φιαλίδιο στην τσέπη του.
«Βάλ’ το πίσω!» τον μάλωσε ο Λούθιεν βλέποντας κάθε κίνηση του συντρόφου του μέσα στην κρυστάλλινη σφαίρα.
Ο Όλιβερ τον κοίταξε απορημένος. Πώς τον είχε δει;
«Βάλ’ το πίσω», επανέλαβε ο Λούθιεν όταν ο Όλιβερ δεν έκανε καμία κίνηση για να τον υπακούσει. Γύρισε και τον αγριοκοίταξε πάνω από τον ώμο του.
«Αποποιείσαι τόσο εύκολα τέτοιους θησαυρούς;» ρώτησε ο Όλιβερ βγάζοντας το φιαλίδιο από την τσέπη και κρατώντας το μπροστά στα μάτια του. «Τα συστατικά μπορεί να είναι πολύ εξωτικά, ξέρεις. Εδώ μέσα είναι το σπίτι κάποιου μάγου».
«Κάποιου μάγου, όμως, που μας έσωσε», του υπενθύμισε ο Λούθιεν.
Με έναν βαθύ στεναγμό ο Όλιβερ έβαλε πάλι το φιαλίδιο στη θέση του πάνω στο γραφείο.
«Εκτιμώ την ευγνωμοσύνη σου», ακούστηκε μια φωνή που ερχόταν ακριβώς δίπλα από τον Λούθιεν. Αυτός κοίταξε κατάπληκτος τον άδειο χώρο και μετά έκανε ένα βήμα πίσω, καθώς ένα κομμάτι στον τοίχο της σπηλιάς φάνηκε να αλλάζει. Είδε να βγαίνει μέσα από τις πέτρες ο μάγος. Στην αρχή είχε ακριβώς το χρώμα της πέτρας, σιγά-σιγά όμως ξαναπήρε την κανονική του εμφάνιση.
Ήταν ηλικιωμένος, σχεδόν εξίσου μεγάλος με τον πατέρα του Λούθιεν, τουλάχιστον, αλλά στεκόταν ευθυτενής με μια χάρη που εντυπωσίασε τον νεαρό Μπέντγουιρ. Ο μακρύς, φαρδύς χιτώνας του είχε ένα πλούσιο, γαλάζιο χρώμα, ενώ τα μαλλιά και η γενειάδα του ήταν λευκά —κατάλευκα, σαν το μεταξένιο τρίχωμα του Ριβερντάνσερ— και χύνονταν λυτά στους ώμους του. Τα μάτια του ήταν κι αυτά γαλάζια, σε μια απόχρωση βαθιά και πλούσια σαν των ρούχων του και άστραφταν από ζωή και σοφία. Στις άκρες τους υπήρχε ένα δίχτυ από λεπτές ρυτίδες, ίσως επειδή διάβαζε ατέλειωτες ώρες τις περγαμηνές, σκέφτηκε ο Λούθιεν.
Όταν τελικά κατάφερε να ξεκολλήσει το βλέμμα του από τον μάγο, ο Λούθιεν κοίταξε τον Όλιβερ και είδε ότι ήταν κι αυτός εξίσου εντυπωσιασμένος.
«Ποιος είσαι;» ρώτησε ο χάφλινγκ.
«Δεν έχει σημασία».
Ο Όλιβερ έβγαλε το καπέλο από το κεφάλι του αρχίζοντας μια μεγαλόπρεπη υπόκλιση. «Είμαι…»
«Ο Όλιβερ Μπάροους, που αυτοαποκαλείται “Όλιβερ ντε Μπάροους”», τον έκοψε ο μάγος. «Ναι, φυσικά αυτός είσαι, αλλά ούτε και τούτο έχει σημασία». Κοίταξε τον Λούθιεν σαν να περίμενε επίσης να του συστηθεί, αλλά εκείνος σταύρωσε απλώς τα χέρια στο στήθος ατενίζοντάς τον σχεδόν προκλητικά.
»Ο πατέρας σου είναι στενοχωρημένος, του λείπεις πολύ», είπε ο μάγος, αναγκάζοντας τον Λούθιεν, με μία μόνο φράση ν’ αλλάξει την προσποιητή του στάση.
Ο Όλιβερ ήρθε δίπλα στον Λούθιεν για να του προσφέρει συμπαράσταση αλλά και για να πάρει θάρρος ο ίδιος.
»Σας παρακολουθώ εσάς τους δύο εδώ και λίγο καιρό», εξήγησε ο μάγος. Πέρασε αργά δίπλα τους πηγαίνοντας προς το γραφείο. «Έχετε αποδειχθεί επινοητικοί και θαρραλέοι, δύο χαρακτηριστικά που μ’ ενδιαφέρουν».
«Για τι πράγμα;» κατάφερε να ρωτήσει ο Όλιβερ. Ο μάγος γύρισε προς το μέρος του απλώνοντας το χέρι χωρίς να μιλήσει. Ο Όλιβερ κοίταξε τον Λούθιεν, σήκωσε τους ώμους, και του πέταξε το φιαλίδιο που είχε στο μεταξύ ξαναβάλει στην τσέπη του.
«Για τι πράγμα;» επανέλαβε ανυπόμονα ο Λούθιεν. Δεν ήθελε να γυρίσει αλλού η συζήτηση. Παράλληλα η ερώτησή του ήταν μια προσπάθεια να αποσπάσει την προσοχή του επικίνδυνου μάγου από την κλοπή του Όλιβερ.
«Υπομονή νεαρέ μου!» απάντησε ανάλαφρα ο μάγος. Δεν έδειχνε να έχει ενοχληθεί από την απόπειρα κλοπής του χόμπιτ. Έριξε μια ματιά στο φιαλίδιο και αμέσως μετά κοίταξε τον Όλιβερ με ένα σαρδόνιο χαμόγελο.
Ο Όλιβερ αναστέναξε και σήκωσε πάλι τους ώμους. Έβγαλε ένα παρόμοιο φιαλίδιο από την τσέπη του και το πέταξε στον μάγο.
«Πάντα κρατώ πάνω μου διάφορα εφεδρικά πράγματα», εξήγησε στον μπερδεμένο Λούθιεν.
«Αρκετά εφεδρικά πράγματα, θα έλεγα», είπε ο μάγος κάπως κοφτά, απλώνοντας πάλι το χέρι του.
Με έναν τρίτο στεναγμό, ο Όλιβερ έβγαλε αυτή τη φορά το αυθεντικό φιαλίδιο και το πέταξε στον μάγο. Αυτός του έριξε μια γρήγορη ματιά, το έβαλε στη θέση του στο γραφείο κι έκρυψε στην τσέπη του τα άλλα δύο φιαλίδια του Όλιβερ.