Выбрать главу

«Και τώρα», είπε τρίβοντας τα χέρια του και πλησιάζοντας τους δυο συντρόφους, «έχω να σας κάνω μια πρόταση».

«Στη Γασκόνη, δεν συμπαθούμε πολύ τους μάγους», είπε ο Όλιβερ.

Ο μάγος σκέφτηκε για μια στιγμή τα λόγια του. «Όμως», είπε, «σας έσωσα τη ζωή».

Ο Λούθιεν πήγε να συμφωνήσει, αλλά ο Όλιβερ τον έκοψε.

«Μπα!» είπε περιφρονητικά. «Ήταν απλώς μονόφθαλμοι. Όποιοι μας προλάβαιναν θα ένιωθαν την κοφτερή αιχμή του ξίφους μου!»

Ο μάγος κοίταξε με σκεπτικισμό τον Λούθιεν. Αυτός δεν είπε τίποτε.

«Πολύ καλά», είπε ο μάγος. Έκανε μια κίνηση προς το τοίχωμα της σπηλιάς και άρχισε πάλι ο στροβιλισμός του γαλάζιου φωτός. «Ανεβείτε στα άλογά σας λοιπόν. Έχουν περάσει μόνο ένα-δυο λεπτά. Οι Κυκλωπιανοί θα είναι ακόμη εκεί γύρω».

Ο Λούθιεν κοίταξε βλοσυρός τον Όλιβερ. Αυτός σήκωσε τους ώμους παραδεχόμενος την ήττα του και ο μάγος, χαμογελώντας, διέλυσε πάλι τη μαγική πύλη.

«Απλώς, έκανα ένα παζάρι για να πετύχω μια καλύτερη τιμή», εξήγησε ψιθυριστά ο Όλιβερ.

«Καλύτερη τιμή;» διαμαρτυρήθηκε ο μάγος. «Μόλις σας έσωσα από βέβαιο θάνατο!» κούνησε το κεφάλι του και αναστέναξε. «Πολύ καλά, λοιπόν», είπε μετά από μια στιγμή σκέψης. «Αν αυτό δεν ήταν αρκετή ανταμοιβή για τις μελλοντικές υπηρεσίες σας, θα σας δώσω επίσης άδειες εισόδου για το Μόντφορτ και πληροφορίες που μπορεί να σας σώσουν τη ζωή, μόλις φτάσετε εκεί. Επίσης, νομίζω ότι ίσως μπορέσω να πείσω τον έμπορο που ληστέψατε ότι δεν αξίζει τον κόπο να συνεχίσει την καταδίωξή σας. Και η χάρη που σας ζητώ, αν και σίγουρα είναι επικίνδυνη, δεν θα σας πάρει πολύ χρόνο».

«Τι χάρη είναι αυτή;» ρώτησε κοφτά ο Λούθιεν.

«Θα σας εξηγήσω καθώς θα τρώμε», απάντησε ο μάγος δείχνοντας την ξύλινη πόρτα.

Ο Όλιβερ έτριψε τα χέρια του —η ιδέα του φαγητού τού άρεσε πολύ— και γύρισε προς την πόρτα, αλλά ο Λούθιεν παρέμεινε ακίνητος και αποφασισμένος, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και τα χείλη σφιγμένα.

«Αρνούμαι να φάω με κάποιον που δεν μου λέει το όνομά του», είπε.

«Εντάξει, θα μείνει πιο πολύ φαΐ για μένα», είπε ο Όλιβερ.

«Δεν είναι σημαντικό», επανέλαβε ο μάγος.

Ο Λούθιεν τον κοίταζε αμίλητος.

Ο μάγος προχώρησε και στάθηκε μπροστά του, και οι δυο τους συνέχισαν να κοιτάζονται για λίγο χωρίς ούτε καν να ανοιγοκλείνουν τα μάτια. «Μπριντ’ Αμούρ», είπε ο μάγος με τόνο τόσο σοβαρό, ώστε ο Λούθιεν αναρωτήθηκε μήπως θα έπρεπε να ξέρει αυτό το όνομα.

«Κι εγώ είμαι ο Λούθιεν Μπέντγουιρ», απάντησε ήρεμα ο νεαρός κοιτάζοντας διαπεραστικά τον μάγο, σαν να τον προκαλούσε να τον διακόψει.

Όμως ο Μπριντ’Αμούρ δεν τον διέκοψε, επιτρέποντας στον Λούθιεν την τιμή μιας σωστής παρουσίασης.

Το τραπέζι στη διπλανή αίθουσα ήταν απλούστατα θεαματικό, στρωμένο για τρία άτομα, ενώ μία από τις καρέκλες ήταν πιο ψηλή από τις άλλες.

«Μας περίμεναν», παρατήρησε ο Όλιβερ πλησιάζοντας στο τραπέζι χωρίς άλλα σαρκαστικά σχόλια. Θαυμάσια ασημικά και κρυστάλλινα ποτήρια με πόδι, λινές πετσέτες και πιάτα πολύτιμα και ντελικάτα ήταν στρωμένα κι έτοιμα για το γεύμα. Ο Όλιβερ ήταν έτοιμος κι αυτός, αν έκρινε κανείς από τη βιασύνη με την οποία έτρεξε στο τραπέζι και πήδησε στην ψηλή καρέκλα που είχε ετοιμάσει ο μάγος, προφανώς, ειδικά γι’ αυτόν.

Ο Μπριντ’Αμούρ πήγε σε μια μεριά της αίθουσας, σε έναν τεχνητό θάλαμο με τοίχους από τούβλο, πολύ διαφορετικό από εκείνον που είχαν αφήσει πίσω τους. Άνοιξε μερικά κρυφά ντουλάπια, που οι πόρτες τους δεν ξεχώριζαν από τα τοιχώματα, και έβγαλε τα φαγητά — ψητή πάπια και κάμποσα εξωτικά λαχανικά, εξαιρετικό κρασί και καθαρό κρύο νερό.

«Ένας μάγος θα μπορούσε να δημιουργήσει έναν υπηρέτη», είπε ο Λούθιεν αφού κάθισε. «Ή θα μπορούσε να χτυπήσει τα χέρια του και να κάνει τα πιάτα να έλθουν πετώντας στο τραπέζι».

Ο Μπριντ’Αμούρ γέλασε με αυτή την ιδέα. «Μπορεί να χρειαστώ τις δυνάμεις μου αργότερα», εξήγησε. «Η χρήση μαγικής ενέργειας σε εξαντλεί. Σε διαβεβαιώ, θα ήταν πραγματικά κρίμα αν αποτύγχανε η προσπάθειά μας μόνο και μόνο επειδή ήμουν πολύ τεμπέλης για να πάω μέχρι το ντουλάπι και να φέρω τα φαγητά!»

Ο Λούθιεν δεν επέμεινε. Πεινούσε, και συνειδητοποίησε επίσης ότι αν άρχιζε τώρα μια σοβαρή συζήτηση με τον Μπριντ’Αμούρ, θα ’πρεπε μετά να την επαναλάβει όλη για να την ακούσει και ο Όλιβερ, ο οποίος είχε κάνει σχεδόν κανονικά βουτιά μέσα σε ένα μπολ με γογγύλια και έτρωγε, τόσο απορροφημένος ώστε δεν πρόσεχε τίποτε άλλο γύρω του.

Όταν ο Λούθιεν σήκωσε το ποτήρι του για να πιει την τελευταία γουλιά κρασί, παραδέχτηκε μέσα του ότι αυτό ήταν το καλύτερο τραπέζι που είχε γνωρίσει ποτέ.

«Ίσως εμείς οι Γασκόνοι θα πρέπει να επανεξετάσουμε το θέμα των μάγων», παρατήρησε ο Όλιβερ χτυπώντας την πρησμένη από το φαΐ κοιλιά του και συμφωνώντας ολόψυχα με τις σκέψεις του Λούθιεν.