«Και ποιοι είναι αυτοί οι κάτοικοι;» επέμεινε ο νέος.
«Ο βασιλιάς των Κυκλωπιανών και οι καλύτεροι πολεμιστές του», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ. «Φοβηθήκαμε ότι θα συμμαχούσε με τους Γασκόνους, που ξέραμε ότι σε λίγο θα μας επιτίθονταν».
Ο Λούθιεν τον κοίταξε επίμονα — δεν ήταν σίγουρος αν θα έπρεπε να πιστέψει την εξήγησή του. Ο Όλιβερ έδειχνε ακόμη μεγαλύτερο σκεπτικισμό. Οι Γασκόνοι μισούσαν τους Κυκλωπιανούς ακόμη περισσότερο από τους Εριαντοριανούς, αν αυτό ήταν δυνατό, οπότε μια συμμαχία ανάμεσα στη Γασκόνη και τους μονόφθαλμους φαινόταν τουλάχιστον απίθανη.
Κάτι άλλο που φαινόταν εξίσου απίθανο στον Λούθιεν ήταν να έχουν χρησιμοποιηθεί τόσο ακραία μέτρα ενάντια σε μια φυλή που είχε συντρίβει μόλις λίγο νωρίτερα. Η νίκη του Μπρους Μακντόναλντ ήταν ολοκληρωτική αγγίζοντας τα όρια της γενοκτονίας και, από όσο ήξερε ο Λούθιεν, η φυλή των Κυκλωπιανών μέχρι και σήμερα δεν είχε συνέλθει τελείως από αυτή την ήττα.
«Τώρα όμως, μετά από τόσο καιρό, κατά πάσα πιθανότητα το σπήλαιο θα είναι ακατοίκητο», είπε ο Μπριντ’Αμούρ προσπαθώντας προφανώς να προσπεράσει αυτό το τελευταίο, αμφίβολο σημείο.
«Τότε γιατί δεν πηγαίνεις εσύ να πάρεις το πολύτιμο ραβδί σου;» ρώτησε ο Όλιβερ.
«Είμαι ηλικιωμένος και αδύναμος», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ, «και δεν θα μπορώ να κρατήσω ανοιχτή την πύλη εδώ, όπου βρίσκεται η πηγή της δύναμής μου, αν περάσω μέσα από το τούνελ και βρεθώ σ’ εκείνη τη σπηλιά. Γι’ αυτό χρειάζομαι τη βοήθειά σας — βοήθεια για την οποία έχετε πληρωθεί ήδη, και θα πληρωθείτε κι άλλο».
Ο Λούθιεν συνέχισε να τον κοιτάζει επίμονα νιώθοντας ότι αυτά που τους έλεγε δεν είναι αλήθεια, ή τουλάχιστον δεν είναι όλη η αλήθεια. Παρ’ όλα αυτά, δεν είχε άλλες συγκεκριμένες ερωτήσεις να κάνει, ενώ από την πλευρά του κι ο Όλιβερ απλώς έγειρε πίσω στην καρέκλα του χαϊδεύοντας την κοιλιά του. Είχαν συμβεί πολλά εκείνη τη μέρα: ταξίδεψαν πολύ, πολέμησαν στον δρόμο και τώρα είχαν φάει καλά.
«Στο μεταξύ, σας προσφέρω δυο ζεστά και μαλακά κρεβάτια», είπε ο Μπριντ’Αμούρ, που είχε αντιληφθεί την κούρασή τους. «Ξεκουραστείτε καλά. Η δουλειά μας μπορεί να περιμένει μέχρι αύριο το πρωί».
Οι δυο σύντροφοι δέχτηκαν αμέσως. Έριξαν μια γρήγορη ματιά στον Θρεντμπέαρ και τον Ριβερντάνσερ που βρίσκονταν σε έναν άδειο θάλαμο δίπλα στη βιβλιοθήκη και, γρήγορα, βρέθηκαν ξαπλωμένοι σε πουπουλένια κρεβάτια. Ο Μπριντ’Αμούρ τους άφησε μόνους.
«Είναι δυνατόν να έχει ηλικία τετρακοσίων χρονών;» ρώτησε ο Όλιβερ τον Λούθιεν.
«Δεν αμφισβητώ ποτέ τα λόγια και τα έργα των μάγων», απάντησε αυτός.
«Δεν σου κινεί το ενδιαφέρον αυτή η μαγική αναστολή των σωματικών λειτουργιών του, όπως την είπε;»
«Όχι». Ήταν μια απλή και ειλικρινής απάντηση. Ο Λούθιεν είχε μεγαλώσει ανάμεσα σε απλούς ψαράδες και εργάτες. Τα μόνα “μαγικά” που ήταν γνωστά στο Μπέντγουιντριν ήταν τα βότανα που χρησιμοποιούσαν οι θεραπεύτριες, καθώς και οι προγνώσεις του καιρού που έκαναν οι μάντεις του λιμανιού για τους καπετάνιους των αλιευτικών. Ο Λούθιεν δεν ένιωθε άνετα ακόμη και με τα μάλλον καλοκάγαθα μάγια αυτών των δύο ομάδων, οπότε ένας άνθρωπος σαν τον Μπριντ’Αμούρ τον έκανε να αισθάνεται εντελώς έξω από τα νερά του.
«Άσε που δεν καταλαβαίνω γιατί ένα σπήλαιο, όπου υπάρχει απλώς ένας Κυκλωπιανός…»
Ο Λούθιεν έκοψε τον Όλιβερ με μια κίνηση του χεριού του.
»…Και ποιος θα έκλεβε το ραβδί ενός μάγου;» συνέχισε αμέσως ο Όλιβερ, πριν προλάβει να τον σταματήσει και πάλι ο Λούθιεν.
«Ας τελειώνουμε με αυτή την αποστολή, για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε την…» άρχισε να λέει ο Λούθιεν, αλλά σταμάτησε φτάνοντας στο προφανές αδιέξοδο.
«Να συνεχίσουμε, τι;» ρώτησε απορημένος ο Όλιβερ και ο Λούθιεν αναρωτήθηκε κι αυτός τι εννοούσε.
Τι θα συνέχιζε ο ίδιος και ο Όλιβερ Μπάροους, που αυτοαποκαλείται “Όλιβερ ντε Μπάροους”; Την αναζήτησή τους; Τη ζωή τους; Τις ληστείες και, ίσως, ακόμη χειρότερα εγκλήματα;
Ο νεαρός Μπέντγουιρ δεν είχε απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα. Δεν είχε απαντήσεις ούτε για όσα είχαν ήδη συμβεί ούτε για το τι μπορεί να ακολουθούσε στο μέλλον. Μετά την άφιξη του υποκόμη Όμπρεϊ και της συνοδείας του στη Νταν Βάρνα, ο κόσμος του Λούθιεν γύρισε τα πάνω-κάτω. Έφυγε από την Νταν Βάρνα για να βρει τον αδελφό του, τώρα μόλις όμως είχε αρχίσει να αντιλαμβάνεται πόσο μεγάλος είναι ο κόσμος. Τις τελευταίες μέρες ο Όλιβερ του είχε εξηγήσει ότι υπάρχουν μια ντουζίνα διαφορετικά λιμάνια, από το Καρλάιλ στον ποταμό Στράτον μέχρι το Μόντφορτ, από τα οποία φεύγουν πλοία για τη Γασκόνη. Και η Γασκόνη ήταν ακόμη μεγαλύτερη από το Άβον, πληροφόρησε ο Όλιβερ τον φίλο του, με εκατοντάδες πόλεις μεγαλύτερες από την Νταν Βάρνα και δεκάδες μεγαλύτερες ακόμη κι από το Καρλάιλ. Και το Ντουρέ, το μέρος όπου θα πήγαινε να πολεμήσει ο Ίθαν, βρισκόταν πάνω από χίλια πεντακόσια χιλιόμετρα πέρα από τα βορινότερα παράλια της Γασκόνης.