Χίλια πεντακόσια χιλιόμετρα!
Πώς θα κατάφερνε να βρει τον Ίθαν, όταν δεν ήξερε ποια πορεία μπορεί να είχε ακολουθήσει ο αδελφός του;
Ο Λούθιεν δεν απάντησε στην ερώτηση του Όλιβερ και, γρήγορα, ο χάφλινγκ άρχισε να ροχαλίζει μακάρια.
10
Αθώα ψέματα;
Ο Όλιβερ και ο Λούθιεν βγήκαν από το νέο μαγικό τούνελ του Μπριντ’Αμούρ, και το πρώτο πράγμα που πρόσεξαν ήταν ότι το σπήλαιο όπου βρίσκονταν τώρα ήταν πολύ ζεστό. Και τεράστιο! Ο δαυλός του Λούθιεν φώτιζε το ένα τοίχωμα μόνο, εκείνο από το οποίο βγήκαν, ενώ μόλις που διέκριναν μια κρυσταλλική αναλαμπή από τους μεγάλους, μυτερούς σταλακτίτες που κρέμονταν απειλητικά σε μεγάλο ύψος πάνω από τα κεφάλια τους.
Αντιλήφθηκαν μια λάμψη από πίσω τους και, γυρίζοντας, είδαν ότι η πύλη του Μπριντ’Αμούρ είχε αρχίσει να μικραίνει. Στην αρχή έτρεξαν και οι δύο προς το φως, φοβούμενοι ότι ο μάγος είχε σκοπό να τους εγκαταλείψει αποκλεισμένους μέσα στη σπηλιά. Ο στροβιλισμός όμως συνεχιζόταν — η πύλη είχε στενέψει στο μέγεθος μιας γροθιάς, αλλά το φως δεν ήταν λιγότερο έντονο.
«Απλώς μίκρυνε την πύλη για να μην μπορούν να περάσουν Κυκλωπιανοί, αν ζουν ακόμη», είπε ανακουφισμένος ο Όλιβερ.
«…Ή για να μην μπορέσουμε να περάσουμε εμείς και να του το σκάσουμε, μέχρι να βρούμε το ραβδί», πρόσθεσε ο Λούθιεν. «Έχει εκείνη την κρυστάλλινη σφαίρα, κι έτσι θα μπορεί να παρακολουθεί κάθε μας κίνηση».
Ο Λούθιεν, καθώς μιλούσε, πλησίασε πάλι στο τοίχωμα της σπηλιάς για να παρατηρήσει την παράξενη υφή του. Δεν είχε δει πολλές σπηλιές στη ζωή του, μόνο το σπήλαιο του μάγου και τις θαλάσσιες σπηλιές στη βραχώδη ακτή κοντά στην Νταν Βάρνα, αυτή όμως του φαινόταν κάπως αλλόκοτη. Το πέτρωμα των τοιχωμάτων ήταν χαλκόχρωμο και τραχύ, πράγμα φυσικό, αλλά το διαπερνούσαν γραμμές από ένα άλλο υλικό, λείο και με πιο σκούρα απόχρωση.
«Λιωμένο μετάλλευμα», του εξήγησε ο Όλιβερ πλησιάζοντας. Ο χάφλινγκ κοίταξε πάνω και γύρω τους. «Χαλκός, υποψιάζομαι. Διαχωρίστηκε από το υπόλοιπο πέτρωμα λόγω ανάπτυξης πολύ υψηλής θερμότητας».
Ο Λούθιεν κοίταξε κι αυτός την περιοχή. «Εδώ πρέπει να βρίσκεται το σημείο όπου σφράγισαν το σπήλαιο οι μάγοι», είπε. «Ίσως να χρησιμοποίησαν μαγικές φλόγες». Η φράση του ακούστηκε σαν δήλωση αλλά και σαν ερώτηση.
«Ναι, αυτό πρέπει να έγινε», συμφώνησε ο Όλιβερ, αλλά κι αυτός δεν ακουγόταν πολύ σίγουρος. Χτύπησε την πέτρα με τη λαβή του μεν-γκος, προσπαθώντας να εκτιμήσει την στερεότητά της. Απ’ όσο μπορούσε να καταλάβει, το τοίχωμα ήταν πολύ χοντρό. Αυτό, με τη σειρά του, τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η θερμότητα είχε δημιουργηθεί από κάτι που βρισκόταν από την πλευρά του τοιχώματος όπου βρίσκονταν οι δυό τους, αλλά προτίμησε να κρατήσεις τις σκέψεις του για τον εαυτό του.
»Έλα, πάμε», μουρμούρισε. «Δεν θέλω να μείνω εδώ μέσα περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται». Σταμάτησε, για να κοιτάξει τον Λούθιεν που περιεργαζόταν ακόμη το λιωμένο μετάλλευμα και κατάλαβε ότι ο έξυπνος σύντροφός του έκανε τους ίδιους συλλογισμούς. «Βιάζομαι, με περιμένουν τόσα χοντρά πουγκιά στο Μόντφορτ», πρόσθεσε μιλώντας πιο δυνατά, ενώ αμέσως του απάντησε η ηχώ από πολλές διαφορετικές κατευθύνσεις. Τα λόγια του πάντως, όπως έλπιζε άλλωστε, έκαναν τον Λούθιεν να πάψει να σκέφτεται το τοίχωμα της σπηλιάς.
Ο Όλιβερ πίστευε ότι δεν έχει νόημα να ανησυχείς χωρίς λόγο.
Το έδαφος ήταν ανώμαλο και, κατά διαστήματα, υπήρχαν σειρές από σταλαγμίτες που ήταν πολύ ψηλότεροι από τον Λούθιεν. Αν και αυτή η περιοχή ήταν ένας ενιαίος θάλαμος, σε κάποια σημεία, καθώς περνούσαν ανάμεσα στους σταλαγμίτες, ήταν λες και περπατούσαν μέσα σε στενούς διαδρόμους. Οι σκιές από τον δαυλό του Λούθιεν τους περιτριγύριζαν απειλητικά, δημιουργώντας τους μια ένταση που τους έκανε να κοιτάζουν συνέχεια γύρω τους.
Έφτασαν σε μια απότομη κατηφοριά, στο τέρμα της οποίας είδαν ότι είχε δημιουργηθεί ένα μονοπάτι ανάμεσα στους σταλαγμίτες, που έμοιαζαν ποδοπατημένοι, με μεγάλα κομμάτια τους σκορπισμένα τριγύρω.
«Εκεί θα μπορέσουμε να περάσουμε πιο εύκολα», είπε ο Λούθιεν. Άρχισε να κατεβαίνει με προσοχή την κατηφόρα γέρνοντας τόσο, ώστε γλιστρούσε σχεδόν καθιστός.
Ο Όλιβερ τον έπιασε από τον ώμο και τον τράβηξε με δύναμη.
«Δεν αναρωτήθηκες τι τα σύντριψε όλ’ αυτά;» ρώτησε σκυθρωπός.
Ήταν μια ερώτηση στην οποία ο Λούθιεν προτιμούσε να μην απαντήσει — προτιμούσε να μην τη σκέφτεται καν. «Πάμε», ήταν το μόνο που είπε αρχίζοντας πάλι να κατεβαίνει.