«Μάγοι!», μουρμούρισε ο Όλιβερ και, ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στο μακρινό πια τοίχωμα με την πύλη του μάγου, σήκωσε τους ώμους και ακολούθησε τον σύντροφό του.
Όταν έφτασε κάτω, είδε τον Λούθιεν να στέκει εντελώς ακίνητος και να κοιτάζει στο πλάι πάνω από έναν σπασμένο σταλαγμίτη.
«Τι…» πήγε να ρωτήσει ο Όλιβερ, αλλά πήρε μόνος την απάντησή του μόλις έφτασε δίπλα στον Λούθιεν. Κόκαλα σκελετών ήταν σκορπισμένα πίσω από τις πέτρες. Οι δυο φίλοι κοίταξαν ανήσυχοι γύρω τους σαν να περίμεναν να βγει κάποιο φρικτό και πανίσχυρο τέρας και να τους λειώσει.
Ο Όλιβερ πλησίασε πιο κοντά. «Άνθρωποι», είπε ο Όλιβερ σηκώνοντας ένα κρανίο με δύο κόγχες ματιών. «Όχι Κυκλωπιανοί».
Υπήρχαν τρεις σκελετοί συνολικά, αλλά μόνο δύο κρανία —φαίνεται ότι το τρίτο είχε γίνει διαλυθεί τελείως. Τα κόκαλα ήταν ασπρισμένα, παρ’ όλα αυτά όμως δεν πρέπει να ήταν από πολύ καιρό στη σπηλιά — σίγουρα όχι εδώ και τετρακόσια χρόνια. Ένα από τα πόδια, που ήταν μισοσκεπασμένο από κάποιον βράχο, είχε ακόμη συνδέσμους και κομμάτια δέρμα, ενώ τα ρούχα αν και κουρελιασμένα δεν είχαν σαπίσει εντελώς.
«Μπορεί να μην είμαστε οι πρώτοι που έστειλε ο Μπριντ’Αμούρ για να βρουν το ραβδί του», είπε ο Λούθιεν.
«…Και ό,τι κι αν ήταν εδώ μέσα, ζει ακόμη», πρόσθεσε ο Όλιβερ. Κοίταξε γύρω τους σπασμένους σταλαγμίτες και το συντριμμένο κρανίο. «Δεν νομίζω ότι μπορεί να το έκαναν Κυκλωπιανοί αυτό», είπε. «Ούτε καν Κυκλωπιανός βασιλιάς».
Πρώτα το λιωμένο μετάλλευμα στα τοιχώματα, μετά οι σπασμένοι σταλαγμίτες και τώρα αυτό. Μια αίσθηση φόβου τύλιξε τους δυο συντρόφους. Ο Λούθιεν έφερε πάλι στον νου του όσα τους είχε πει ο Μπριντ’Αμούρ για τη σπηλιά. Με βάση αυτές τις ανακαλύψεις τους, ο Λούθιεν συμπέρανε ότι ο μάγος τους είπε όντως ψέματα, ή τουλάχιστον δεν τους είπε όλη την αλήθεια.
Όμως, τι μπορούσαν να κάνουν τώρα; Δεν υπήρχε περίπτωση να περάσουν από την πύλη αν δεν την μεγάλωνε ο Μπριντ’Αμούρ, και ο Λούθιεν ήξερε ότι ο μάγος δεν, θα έκανε κάτι τέτοιο αν δεν έβρισκαν πρώτα το χαμένο του ραβδί.
«Αν το ραβδί είναι τόσο πολύτιμο, τότε θα πρέπει να το βρούμε μαζί με άλλους θησαυρούς, τους οποίους θα έχει μαζέψει το πλάσμα που ζει εδώ μέσα», είπε αποφασισμένα ο Λούθιεν. «Και οι σπασμένοι σταλαγμίτες θα μας οδηγήσουν εκεί».
«Τι ωραία!» έκανε ο Όλιβερ.
Το μονοπάτι τους οδήγησε γρήγορα έξω από τον τεράστιο θάλαμο, μέσα σε έναν στενό διάδρομο. Τα τοιχώματα δεξιά κι αριστερά τους ήταν αρκετά κοντά για να φαίνονται καθαρά στο φως του δαυλού, ενώ λίγο πιο κάτω φάνηκε και η οροφή. Όλα τούτα όμως δεν τους έδωσαν καμιά παρηγοριά, γιατί το πλάσμα που είχε περάσει μέσα από αυτό τον διάδρομο, ό,τι κι αν ήταν, δεν είχε ισοπεδώσει μόνο τους σταλαγμίτες στο έδαφος αλλά είχε σπάσει και τους σταλακτίτες που κρέμονταν ψηλά από την οροφή.
Ο αέρας είχε γίνει ακόμη πιο ζεστός εδώ, ενώ τα τοιχώματα έλαμπαν με ένα σκούρο, κόκκινο χρώμα. Μετά από μερικές εκατοντάδες μέτρα ο διάδρομος άρχισε να κατηφορίζει ξαφνικά κι έγινε σχεδόν κατακόρυφος για ένα μικρό διάστημα, μέχρι που φάρδυνε πάλι καταλήγοντας σε έναν θάλαμο με πιο επίπεδο αλλά, ωστόσο, πάντα κατηφορικό έδαφος. Ο Λούθιεν άρχισε να κατεβαίνει πρώτος, με τον Όλιβερ λίγο πίσω του.
Έφτασαν στις όχθες μιας υπόγειας λίμνης, που τα ακίνητα νερά της άστραφταν με ένα μουντό κόκκινο και πορτοκαλί χρώμα εκπέμποντας ανταύγειες κάτω από το φως του δαυλού, το οποίο φαινόταν πολύ πιο λαμπερό εδώ, αφού τα τοιχώματα ήταν σκεπασμένα με κρυστάλλους χαλαζία και άλλων ορυκτών. Στην απέναντι μεριά της λίμνης οι δυο σύντροφοι είδαν την είσοδο μιας άλλης στοάς που προχωρούσε περίπου προς την κατεύθυνση στην οποία περπατούσαν ως τώρα.
Ο Λούθιεν έσκυψε πάνω από το νερό απλώνοντας το χέρι του αργά, διστακτικά. Ένιωσε τη θερμότητα του ατμού που υψωνόταν από το νερό και, όταν αποτόλμησε να το αγγίξει, τραβήχτηκε αμέσως πίσω.
«Γιατί καίει τόσο πολύ;» ρώτησε ο Όλιβερ. «Είμαστε ψηλά στα βουνά, οι κορυφές σε μικρή απόσταση από δω είναι χιονισμένες».
«Είσαι σίγουρος;» ρώτησε ο Λούθιεν υπενθυμίζοντάς του ότι δεν ήξεραν πού πραγματικά τους είχε οδηγήσει το τούνελ του μάγου.
Ο Όλιβερ κοίταξε τη λίμνη. Είχε γύρω στα εκατό μέτρα μήκος και ίσως το διπλάσιο πλάτος, αλλά εκείνη τη στιγμή έμοιαζε να είναι ένα αδιαπέραστο εμπόδιο. Ίσως αυτό ήταν το τέλος του δρόμου τους, αφού το νερό κάλυπτε όλο το δάπεδο ως τα τοιχώματα του σπηλαίου και ο Όλιβερ, που δεν αγαπούσε πάρα πολύ το νερό έτσι κι αλλιώς, δεν είχε σκοπό να περάσει απέναντι κολυμπώντας.
«Υπάρχει ένα πέρασμα», είπε ο Λούθιεν, δείχνοντας αριστερά μια προεξοχή σαν πεζούλι, που διέτρεχε το τοίχωμα της σπηλιάς γύρω στα τρία μέτρα πάνω από το νερό.