«Ο υποκόμης Όμπρεϊ», άρχισε ο μονόφθαλμος κήρυκας, «εξάδελφος του δούκα Μόρκνεϊ του Μόντφορτ, έκτος εκ των οκτώ, τέταρτος κατά σειρά…» Και έτσι συνεχίστηκε το πράγμα για αρκετά λεπτά, με τον Κυκλωπιανό να απεραντολογεί για ασήμαντες μικρολεπτομέρειες του γενεαλογικού δέντρου του υποκόμη, για τα γενναία κατορθώματά του (που παρά την παραφουσκωμένη εξιστόρησή τους δεν φαίνονταν τόσο εκπληκτικά στον Γκάχρις, ο οποίος ζούσε στη τραχιά γη του Μπέντγουιντριν εδώ και πάνω από εξήντα χρόνια) καθώς και για τις πράξεις γενναιοδωρίας και ηρωισμού του αφεντικού του.
Υποκόμης… σκέφτηκε ο Γκάχρις. Στο Εριαντόρ, ένας στους τέσσερις, σχεδόν, διεκδικούσαν τον τίτλο του υποκόμη ή του βαρόνου.
«…και ο συνταξιδιώτης του, βαρόνος Γουίλμον», συνέχισε ο Κυκλωπιανός, ενώ ο Γκάχρις αναστέναζε βαθιά βλέποντας να υπογραμμίζεται η προηγούμενη σκέψη του. Ευτυχώς, η παρουσίαση του Γουίλμον δεν ήταν τόσο εκτεταμένη όσο του Όμπρεϊ. Όσο για τις γυναίκες που τους συνόδευαν, ο Κυκλωπιανός ανέφερε μόνο τα ονόματά τους: «Η αρχόντισσα Ελένια και η αρχόντισσα Αβονίζ».
«Έλεν και Άβον», μουρμούρισε ο Γκάχρις, διαπιστώνοντας για άλλη μια φορά το επίπεδο επιτήδευσης στο οποίο είχαν ξεπέσει οι προσγειωμένοι συνήθως κάτοικοι του Άβον.
Ο υποκόμης και η ακολουθία του μπήκαν στην αίθουσα. Ο Όμπρεϊ ήταν ένας σχολαστικά περιποιημένος άντρας με γκρίζα μαλλιά γύρω στα σαράντα πέντε, ο Γουίλμον ένας κομψευόμενος και κορδωμένος τύπος γύρω στα είκοσι πέντε. Φορούσαν και οι δύο όπλα πολεμιστών, ξίφος και στιλέτο, αλλά όταν έκαναν χειραψία με τον Γκάχρις δεν αισθάνθηκε κάλους στα χέρια τους, ενώ το σφίξιμό τους έδειχνε ότι μάλλον δεν θα μπορούσαν καν να χειριστούν ένα βαρύ ξίφος. Οι κυρίες ήταν ακόμη χειρότερες, δυο βαμμένα και παρφουμαρισμένα πλάσματα με επικίνδυνες καμπύλες, κολλητά, μεταξωτά φορέματα κι άφθονα κοσμήματα που κουδούνιζαν σε κάθε τους σαγηνευτική κίνηση. Η Αβονίζ σίγουρα ήταν πενήντα τουλάχιστον χρονών, και όση μπογιά κι αν έβαζε δεν μπορούσε να κρύψει τα αναπόφευκτα σημάδια της ηλικίας της.
Πάσχιζε όμως να το κάνει, και μάλιστα πολύ, πράγμα που έκανε τον Γκάχρις να σκεφτεί ότι η γυναίκα παρουσίαζε αξιολύπητο θέαμα.
«Υποκόμη Όμπρεϊ», είπε ευγενικά, με ένα πλατύ χαμόγελο. «Είναι τιμή μας να γνωρίσουμε έναν άνθρωπο που έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη του σεβαστού μας δούκα».
«Πραγματικά», απάντησε ο Όμπρεϊ δείχνοντας μάλλον ότι πλήττει.
«Μπορώ να ρωτήσω τι έφερε τέτοιους εκλεκτούς καλεσμένους τόσο βόρεια;»
«Δεν…», άρχισε ο Όμπρεϊ, αλλά η Αβονίζ τον διέκοψε, αφήνοντας το μπράτσο του για να πιάσει αγκαζέ τον οικοδεσπότη της.
«Είμαστε σε διακοπές, φυσικά!» είπε, τραυλίζοντας λιγάκι. Η ανάσα της μύριζε κρασί.
«Ερχόμαστε από το νησί Μάρβις», πρόσθεσε η Ελένια. «Μας είχαν πληροφορήσει ότι κανείς στον βορρά δεν μπορεί να συναγωνιστεί τα συμπόσια του κόμη του Μάρβις, και δεν απογοητευτήκαμε».
«Ναι, έχουν θαυμάσια κρασιά!» πρόσθεσε η Αβονίζ.
Ο Όμπρεϊ φαινόταν να έχει βαρεθεί τη συζήτηση όσο κι ο Γκάχρις, ενώ ο Γουίλμον ήταν εντελώς απορροφημένος με μια ενοχλητική παρανυχίδα στο δάχτυλό του και δεν έδινε σημασία στην ομήγυρη.
«Ο κόμης του Μάρβις έχει αποκτήσει επάξια τη φήμη του εξαιρετικού οικοδεσπότη», είπε ο Γκάχρις με ειλικρίνεια, γιατί ο Μπρους Ντάρτζες ήταν αγαπημένος φίλος του, θύμα κι αυτός της ζοφερής τυραννίας του μάγου-βασιλιά.
«Δεν θα έλεγα εξαιρετικός, μάλλον υποφερτός», τον διόρθωσε ο Όμπρεϊ. «Και φαντάζομαι ότι κι εσύ θα θες να μας σερβίρεις τη φημισμένη σας πρασόσουπα και, ίσως, κανένα αρνίσιο μπούτι.
Ο Γκάχρις πήγε να απαντήσει, αλλά δεν βρήκε τι να πει. Αυτά τα δύο φαγητά, καθώς και τα άφθονα ψάρια, ήταν όντως η κύρια διατροφή στα νησιά.
»Τη σιχαίνομαι την πρασόσουπα», συνέχισε ο Όμπρεϊ. «Ευτυχώς όμως έχουμε αρκετές προμήθειες στο πλοίο μας κι ούτε θα μείνουμε πολύ».
Ο Γκάχρις τον κοίταξε μπερδεμένος, ενώ αυτή η ειλικρινής έκφραση έκρυβε την ξαφνική του ανακούφιση.
«Μα νόμιζα…» άρχισε να λέει, προσπαθώντας να δώσει έναν πειστικά θλιμμένο τόνο στη φωνή του.
«Έχω αργήσει ήδη για τη συνάντησή μου με τον Μόρκνεϊ», είπε υπεροπτικά ο Όμπρεϊ. «Θα είχα παρακάμψει εντελώς αυτό το καταθλιπτικό νησάκι, αν δεν έβρισκα τόσο ανεπαρκή την αρένα του κόμη του Μάρβις. Είχα ακούσει ότι στα νησιά υπάρχουν μερικοί από τους καλύτερους πολεμιστές σε όλο το Εριαντόρ, μπορώ να πω όμως ότι ακόμη και ένας μισοανάπηρος νάνος από τα βαθύτερα ορυχεία του Μόντφορτ θα μπορούσε εύκολα να νικήσει όλους τους πολεμιστές που είχαμε την υπομονή να δούμε στο νησί Μάρβις.