Выбрать главу

Ο Όλιβερ δεν ενθουσιάστηκε με τη σκέψη να περάσουν από τη στενή προεξοχή. Άφησε το σακίδιό του κάτω, έλυσε τα λουριά αγνοώντας τις ερωτήσεις του Λούθιεν κι έβγαλε από μέσα ένα μακρύ και λεπτό, σχεδόν διάφανο κορδόνι, που κατέληγε σε κάποιον γάντζο με τρία δόντια.

Η οροφή δεν ήταν τόσο ψηλή εδώ, όχι πάνω από δέκα μέτρα στις περισσότερες περιοχές, ενώ η επιφάνειά της ήταν σπασμένη και ανομοιόμορφη, γεμάτη προεξοχές και ρωγμές. Ο Όλιβερ στριφογύρισε το σχοινί με τον γάτζο στην άκρη του και τον εκτόξευσε ψηλά πάνω από τη λίμνη. Ο γάντζος προσέκρουσε στην οροφή αλλά δεν βρήκε πουθενά να πιαστεί κι έπεσε μέσα στο νερό με έναν δυνατό παφλασμό.

Ο Λούθιεν κοίταξε άγρια τον Όλιβερ, καθώς η ηχώ του παφλασμού έσβηνε. Για μερικά δευτερόλεπτα δεν τόλμησαν να κινηθούν.

«Νόμισα…» άρχισε να εξηγεί ο Όλιβερ.

«Τράβα τον πίσω!» τον έκοψε ο Λούθιεν, και ο Όλιβερ άρχισε να μαζεύει το κορδόνι. Εξήγησε στον νέο ότι ήθελε να πιαστεί ο γάντζος στην οροφή ώστε να κρατούν την άκρη του σχοινιού καθώς θα περνούσαν από το πεζούλι, για την περίπτωση που θα γλιστρούσαν ή που θα έπρεπε να προχωρήσουν πιο γρήγορα.

Η σκέψη του φάνηκε καλή στον Λούθιεν και, απ’ ό,τι έβλεπε, η άστοχη βολή του Όλιβερ κι ο θόρυβος που προκάλεσε, δεν τους είχαν δημιουργήσει προβλήματα. Στο μεταξύ, το σχοινί μαζευόταν εύκολα, ο γάντζος δεν θα πρέπει να απείχε πολύ από την ακτή. Ξαφνικά όμως σταμάτησε να έρχεται και αντιστάθηκε ακόμη και στο πιο δυνατό τράβηγμα του Όλιβερ.

Ο Λούθιεν και ο χάφλινγκ κοιτάχτηκαν απορημένοι, μετά ο Λούθιεν έπιασε το σχοινί και τράβηξε κι αυτός. Όμως δεν κατάφερνε τίποτα — φαίνεται ότι ο γάντζος είχε σκαλώσει σε κάτι στον πυθμένα της λίμνης.

«Κόψε το σχοινί και πάμε να φύγουμε», είπε ο Λούθιεν, και ο Όλιβερ πήγε να βγάλει το μεν-γκος απρόθυμα, γιατί το σχοινί αυτό του ήταν πολύτιμο και δεν ήθελε να χάσει ούτε ένα κομμάτι του.

Ξαφνικά ο Όλιβερ τινάχτηκε προς τα εμπρός. Έσφιξε ενστικτωδώς το σχοινί και με τα δύο χέρια, μετά όμως κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να αντισταθεί στο τράβηγμα και θα παρασυρόταν στη λίμνη, έτσι χαλάρωσε το σφίξιμο. Μόνο τα καλοφτιαγμένα δερμάτινα γάντια του τον έσωσαν από τα εγκαύματα καθώς το σχοινί τραβιόταν τρομερά γρήγορα. Ο Όλιβερ κοίταξε την κουλούρα του σχοινιού που μίκραινε γοργά και άρχισε να χοροπηδάει ανήμπορος φωνάζοντας στον Λούθιεν να κάνει κάτι.

Αλλά τι μπορούσε να κάνει εκείνος; Πήρε μια βαθιά ανάσα και έσκυψε σαν να ετοιμαζόταν να αρπάξει το σχοινί που ξετυλιγόταν, αλλά δεν τόλμησε να το πιάσει ξέροντας ότι ήταν αδύνατον να το σταματήσει.

Η κουλούρα είχε αρχικά τριάντα μέτρα σχοινί, που τώρα κόντευε να χαθεί σχεδόν όλο στη λίμνη. Ξαφνικά όμως το τράβηγμα σταμάτησε.

Ο Όλιβερ έπαψε κι αυτός να χοροπηδά και κοίταξε μια τον Λούθιεν μια το σχοινί.

«Μεγάλο ψάρι μέσα στη λίμνη!» είπε.

Ο Λούθιεν δεν μίλησε, συνέχισε απλώς να κοιτάζει τη λίμνη, όπου το νερό γαλήνεψε πάλι. Τελικά βρήκε το κουράγιο να σκύψει και να πιάσει το σχοινί. Το τράβηξε μαλακά και άρχισε να το μαζεύει με απλωτές, περιμένοντας ότι από στιγμή σε στιγμή θα νιώσει πάλι το τράβηγμα.

Προς μεγάλη τους έκπληξη, όμως, σε λίγο φάνηκε ο γάντζος σκεπασμένος με καφέ και κόκκινα νερόχορτα. Ο Λούθιεν τον σήκωσε ψηλά και τον καθάρισε, για να τον επιθεωρήσουν αμέσως μετά, μαζί με τον Όλιβερ. Ένα από τα δόντια ήταν λίγο λυγισμένο, αλλά δεν είχε άλλα σημάδια ούτε ίχνη από σάρκα ή λέπια ή οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να έδειχνε τι είχε συμβεί.

«…Κάποιο μεγάλο ψάρι που δεν του αρέσει πολύ η γεύση από το σίδερο», είπε ο Όλιβερ με γελώντας με μισή καρδιά. «Ας ανεβούμε στο πεζούλι να προχωρήσουμε».

Ο Λούθιεν όμως είχε αλλάξει γνώμη. Κοίταξε την οροφή της σπηλιάς και, βλέποντας ένα σημείο όπου δυο σταλακτίτες ήταν ενωμένοι σχηματίζοντας μια αντεστραμμένη καμάρα, άρχισε να περιστρέφει τον γάντζο πάνω από το κεφάλι του.

«Μη χάσεις το εξαιρετικό σχοινί μου!» διαμαρτυρήθηκε ο Όλιβερ, αλλά πριν τελειώσει τη φράση του, ο Λούθιεν εκτόξευσε τον γάντζο, που πέρασε μέσα από το άνοιγμα και κρεμάστηκε από την άλλη μεριά. Ο Λούθιεν τράβηξε το κορδόνι και ο γάντζος πιάστηκε γερά στους σταλακτίτες.

«Τώρα μπορούμε να περάσουμε», είπε.

Ο Όλιβερ σήκωσε τους ώμους και άφησε τον Λούθιεν να προχωρήσει πρώτος.

Το μονοπάτι που ακολουθούσε την ακρολιμνιά τους οδήγησε απευθείας στην προεξοχή, όπου άρχισαν να προχωρούν σταθερά αν και αργά, σε τρία μέτρα ύψος πάνω από το νερό. Η λίμνη παρέμεινε ήρεμη για λίγο, μετά όμως ο Όλιβερ είδε να σχηματίζονται απαλοί κυματισμοί ενώ μικρά κυματάκια άρχισαν να σκάνε με σιγανό παφλασμό στη βάση του πέτρινου τοιχώματος.

«Πιο γρήγορα», ψιθύρισε ο χάφλινγκ, αλλά ο Λούθιεν προχωρούσε ήδη όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Σε πολλά σημεία το πεζούλι είχε μόνο τριάντα εκατοστά πλάτος και το τοίχωμα της σπηλιάς δίπλα της ήταν τόσο ανώμαλο ώστε ο Λούθιεν αναγκαζόταν μερικές φορές να συστρέψει όσο γινόταν το σώμα του για να προσπεράσει κάποια εξογκώματα των βράχων. Μια στιγμή αργότερα η ανησυχία του Όλιβερ δικαιώθηκε καθώς άκουσαν και οι δύο το νερό να παφλάζει όλο πιο δυνατά στη βάση του τοιχώματος, ενώ σε ένα σημείο που απείχε γύρω στα δέκα μέτρα άρχισε να κοχλάζει και να αφρίζει.