Выбрать главу

Η λίμνη ήταν γαλήνια πάλι, η γιγάντια χελώνα δεν φαινόταν πουθενά.

«Το σχοινί μου;» ρώτησε ο Όλιβερ κοιτάζοντας το κορδόνι που ήταν ακόμη τυλιγμένο γύρω από τον βράχο.

«Θα το πάρουμε φεύγοντας», απάντησε ο Λούθιεν.

«Μπορεί να το χρειαστούμε».

«Τότε πήγαινε παρ’ το εσύ».

Ο Όλιβερ κοίταξε δισταχτικά το σχοινί και, μετά, την απατηλά ήρεμη λίμνη. «Εντάξει, φεύγοντας!», συμφώνησε, αν και ήλπιζαν και οι δύο ότι θα βρουν άλλον δρόμο για να επιστρέψουν στο φωτεινό τούνελ του μάγου.

Η όψη και η διάθεση του Όλιβερ άλλαξε σημαντικά όταν απομακρύνθηκαν από τη λίμνη. Η διαδρομή ήταν πιο εύκολη από αυτή την πλευρά, αφού το έδαφος ήταν σχετικά επίπεδο, χωρίς σταλαγμίτες και πέτρες.

«Τώρα ξέρουμε τι προκάλεσε τα προβλήματα σε εκείνους που ήλθαν πριν από μας», είπε ο Όλιβερ αισιόδοξα ή θα έλεγε κανείς και εύθυμα ακόμη. «Όμως εμείς ήδη αφήσαμε το τέρας στη λίμνη πίσω μας».

«Μια λίμνη που θα πρέπει να την ξαναπεράσουμε», του υπενθύμισε ο Λούθιεν.

«Μπορεί ναι, μπορεί και όχι», είπε ο Όλιβερ. «Όταν βρούμε αυτό το πολύτιμο ραβδί, ο μάγος σίγουρα θα έλθει να μας πάρει».

«Το σκέφτηκες ότι το ραβδί μπορεί να είναι μέσα στη λίμνη;» ρώτησε ο Λούθιεν. Δεν πίστευε ότι είναι ώρα για πανηγυρισμούς, δεν είχαν περάσει όλους τους κινδύνους.

Ο Όλιβερ δεν απάντησε άμεσα στον ρεαλιστή σύντροφό του. Άρχισε απλώς κάτι να μουρμουρίζει για “ψεύτες μάγους” και να γελάει ειρωνικά με την ιδέα ότι σφράγισαν τη σπηλιά για να φυλακίσουν κάποιον Κυκλωπιανό βασιλιά. Η μουρμούρα συνεχίστηκε για κάμποση ώρα καθώς οι φίλοι διάβαιναν στη σειρά αρκετές αίθουσες και διαδρόμους. Σιγά-σιγά ο Όλιβερ διεύρυνε τη θεματολογία της φλυαρίας του συμπεριλαμβάνοντας “άπληστους εμπόρους”, “άτιμους βασιλιάδες” και διάφορες άλλες παράξενες κατηγορίες. Ο νεαρός Μπέντγουιρ άφησε τον φίλο του να παραληρεί, ξέροντας ότι δεν μπορεί να τον σταματήσει.

Τον σταμάτησε όμως ακαριαία το θέαμα που τους περίμενε όταν μπήκαν σε έναν μεγάλο, θολωτό θάλαμο.

Ο Όλιβερ ακινητοποιήθηκε επιτόπου σαν να είχε μαρμαρώσει, ενώ το ίδιο έκανε ο Λούθιεν, καθώς το φως του δαυλού αντανακλούσε σε έναν σωρό από χρυσάφι και ασήμι, πολύτιμα πετράδια και κοσμήματα, σε ποσότητα που δεν είχαν ξαναδεί ποτέ τους: ένα βουνό από ασημένια και χρυσά νομίσματα ήταν ψηλό όσο δύο άντρες και διάσπαρτα πάνω του υπήρχαν αστραφτερά πετράδια και πολύτιμα αντικείμενα, χρυσές κούπες και διαμαντοστόλιστα σκεύη, μάλλον φτιαγμένα από νάνους. Προχώρησαν και οι δύο μέσα στον θάλαμο σαν υπνωτισμένοι.

Ο Όλιβερ τίναξε το κεφάλι για να διώξει τη ζάλη και το θόλωμα της κατάπληξης και μετά έτρεξε στον σωρό αρχίζοντας να γεμίζει τις τσέπες του, να πετάει νομίσματα στον αέρα και να σκαρφαλώνει εδώ κι εκεί πλέοντας σε πελάγη ευτυχίας.

«Έχουμε έλθει για κάτι συγκεκριμένο», του υπενθύμισε ο Λούθιεν, «άσε που δεν θα μπορέσουμε έτσι κι αλλιώς να πάρουμε πολλά πράγματα μαζί μας».

Ο Όλιβερ δεν του έδωσε σημασία, κι ο Λούθιεν αναγκάστηκε να παραδεχτεί μέσα του ότι παραήταν καλή ευκαιρία για να την αφήσει κανείς ανεκμετάλλευτη. Δεν υπήρχαν άλλες έξοδοι από τον θάλαμο, ενώ για να φτάσουν εδώ είχαν ακολουθήσει την πιο ανοιχτή και εύκολη στο πέρασμα στοά. Αυτός πρέπει να ήταν ή ο θησαυρός της χελώνας —και η χελώνα δεν είχε δείξει καμιά διάθεση να τους ακολουθήσει— ή επρόκειτο για τον θησαυρό κάποιου νεκρού πια βασιλιά, ίσως του Κυκλωπιανού για τον οποίο είχε μιλήσει ο Μπριντ’Αμούρ. Όμως ο Λούθιεν θυμήθηκε μια φράση του πατέρα του: «το καθήκον προηγείται», μια συμβουλή πολύ κατάλληλη για τη συγκεκριμένη περίπτωση όπου ένας τόσο μεγάλος θησαυρός μπορούσε εύκολα να τους αποσπάσει από τις υποχρεώσεις τους.

«Το ραβδί, Όλιβερ!» φώναξε άλλη μια φορά ο Λούθιεν. «Και μετά μπορείς να παίξεις».

Ο Όλιβερ, ο πιο ευτυχισμένος κλέφτης του κόσμου, ανεβασμένος στην κορυφή του σωρού των νομισμάτων έβαλε τους αντίχειρες στα αυτιά, κούνησε κοροϊδευτικά τα δάχτυλα κι έβγαλε τη γλώσσα στον σύντροφό του.

Ο Λούθιεν ετοιμαζόταν να τον μαλώσει πάλι, αλλά στο μεταξύ κάτι του τράβηξε την προσοχή. Είδε έναν μεγάλο πάνινο σάκο λίγο πιο δεξιά από το σημείο όπου στεκόταν, στο πλάι του σωρού. Ήταν σίγουρος ότι ο σάκος δεν υπήρχε πριν από μερικές στιγμές.

Κοίταξε το βουναλάκι των νομισμάτων, μετά την οροφή της σπηλιάς από πάνω του, αναζητώντας κάποιο σημείο από το οποίο μπορεί να είχε πέσει. Δεν φαινόταν τίποτα. Και ήταν φυσικό, γιατί αν ο σάκος είχε πέσει από κάπου ή είχε γλιστρήσει από τον σωρό, σίγουρα θα τον είχε ακούσει. Πλησίασε τον σάκο κι έσκυψε από πάνω του. Τον έσπρωξε με το ξίφος και μετά έβαλε την αιχμή του σπαθιού στο κορδόνι που έδενε το στόμιό του κουνόντας το δεξιά-αριστερά για να το ανοίξει. Έχοντας βεβαιωθεί ότι δεν επρόκειτο για κάποια παγίδα, ο Λούθιεν έστησε τον δαυλό στο σωρό με τα νομίσματα, έπιασε τον σάκο από πάνω και τον άνοιξε.