Выбрать главу

Μέσα υπήρχε ένας υπέροχος, κόκκινος μανδύας, που αν και το φως του δαυλού δεν τον φώτιζε αρκετά, έβλεπε ότι διέθετε το πλουσιότερο χρώμα που είχε αντικρίσει ποτέ του. Από κάτω είδε ένα μακρύ κομμάτι ξύλο. Ουσιαστικά, ήταν δύο ξύλα δίπλα-δίπλα, που οι άκρες τους καμπύλωναν προς αντίθετες κατευθύνσεις. Τα έβγαλε έξω και βλέποντας ότι τα δυο ξύλα ενώνονται με αρμό στη μέση, κατάλαβε ότι ήταν πτυσσόμενο τόξο. Το ξεδίπλωσε, ευθυγράμμισε τα δύο κομμάτια και, βρίσκοντας κάποιον πίρο που κρεμόταν από ένα νήμα και έμπαινε σε μια κεντρική υποδοχή, τον χρησιμοποίησε για να στερεώσει το τόξο. Στην άκρη του ξύλου υπήρχε μια μικρή κρύπτη, μέσα στην οποία βρήκε τη χορδή του τόξου από γερό, λεπτό έντερο.

Έβγαλε από τον σάκο τον μεταξωτό μανδύα και τον έριξε στους ώμους του, φορώντας επίσης και την κουκούλα. Μετά σήκωσε τον σάκο και τον περιεργάστηκε με προσοχή για να δει αν υπάρχει τίποτε άλλο μέσα.

Φαινόταν άδειος, αλλά μετά πρόσεξε μια φαρέτρα στον πάτο του. Ήταν μικρή και στέρεα, και ο ιμάντας της έδειχνε ότι φοριέται στη ζώνη κι όχι στην πλάτη. Περιείχε μόνο μια χούφτα βέλη. Δίπλα της υπήρχε και ένα πιο μεγάλο βέλος με πολύ παράξενο σχήμα. Η βάση της αιχμής του, στο μέρος όπου κανονικά θα έπρεπε να βρίσκονται οι ακίδες, ήταν κυλινδρική και χοντρή σχεδόν όσο ο πήχης του Λούθιεν. Το σήκωσε και είδε ότι, παρά το παράξενο σχήμα του, το βέλος είχε πολύ καλή ισορροπία. Το εξέτασε πιο προσεκτικά και αντελήφθη ότι κάτω από την εγκοπή για τη χορδή του τόξου, κοντά στο φτερό, ήταν μεταλλικό και όχι ξύλινο, για να αντισταθμίζει το βάρος της αιχμής. Όμως το βέλος, παρά την ισορροπία του, ήταν γενικά βαρύ και κατά πάσα πιθανότητα δεν θα μπορούσες να το εκτοξεύσεις πολύ μακριά.

«Εννοείς αυτό το ραβδί;» άκουσε να φωνάζει ο Όλιβερ βγάζοντάς τον από τις σκέψεις του. «Λούθιεν;»

Ο Λούθιεν τράβηξε πίσω την κουκούλα του μανδύα κι έτρεξε στον σωρό, καθώς ο Όλιβερ άφηνε να γλιστρήσει στην πλαγιά του ένα μακρύ ραβδί από ξύλο βελανιδιάς, που είχε το ύψος ενός ανθρώπου, περίπου.

«Α, εδώ είσαι», είπε ο Όλιβερ. Κοίταξε καχύποπτα τον Λούθιεν. Αυτός έβαλε το ένα χέρι στη μέση, ύψωσε το παράξενο τόξο με το άλλο και ποζάρισε με τον καινούριο του μανδύα.

Ο Όλιβερ σήκωσε τα χέρια, δεν ήξερε τι να πει. «Και τώρα μπορώ να παίξω», είπε τελικά γλιστρώντας ως το έδαφος της σπηλιάς, στα αριστερά του Λούθιεν.

Εκεί σταμάτησε ξαφνικά κοιτάζοντας κάτω στο δάπεδο όπου διέκρινε τις σκιές μιας ομάδας ανθρώπων, οι οποίοι είχαν σηκωμένα τα χέρια μπροστά τους σαν να προσπαθούσαν να αποκρούσουν κάποιον κίνδυνο. Ο Όλιβερ έσκυψε για να αγγίξει τη σκιά, ανακαλύπτοντας προς μεγάλη του φρίκη ότι ήταν σχηματισμένη από στάχτη.

«Ξέρεις», είπε, ενώ σηκωνόταν όρθιος και στρεφόταν προς τον Λούθιεν, που είχε στο μεταξύ ξαναφορέσει όλο φιλαρέσκεια την κουκούλα, «στη Γασκόνη έχουμε αρκετές ιστορίες για τέτοιους θησαυρούς, και πάντα τους φυλάει ένας…»

Ο τεράστιος σωρός των νομισμάτων μετατοπίστηκε ξαφνικά και άρχισε να διαλύεται, με τα νομίσματα να πετάγονται κουδουνίζοντας προς κάθε κατεύθυνση. Ο Όλιβερ και ο Λούθιεν σήκωσαν το κεφάλι και είδαν μπροστά τους τα σκιστά μάτια ενός πολύ θυμωμένου δράκοντα.

«Να!», είπε ο Όλιβερ δείχνοντας το τέρας. «Τους φυλάει ένας τέτοιος!»

11

Βαλτάσαρ

Ο Λούθιεν είχε ζήσει όλη του τη ζωή δίπλα στους ωκεανούς με τις μεγάλες φάλαινες, είχε δει τα σώματα γιγάντων που είχαν σκοτώσει οι στρατιώτες του πατέρα του στα βουνά, και πριν από λίγο, στον άλλο θάλαμο της σπηλιάς, κινδύνεψε να φαγωθεί από εκείνη την τερατώδη χελώνα. Είχε ακούσει κι αυτός, όπως και όλοι οι νέοι στο Εριαντόρ και το Άβον, πολλές ιστορίες για δράκοντες και για γενναίους άντρες που τους σκότωσαν. Όμως τίποτα δεν θα μπορούσε να έχει προετοιμάσει τον νεαρό Μπέντγουιρ για αυτό το θέαμα.

Ο μεγάλος δράκος ξετυλίχτηκε αργά —πόσο μήκος είχε, τριάντα μέτρα;— και σηκώθηκε στα μπροστινά του πόδια πυργωνόμενος πάνω από τον κακόμοιρο Όλιβερ. Τα κιτρινοπράσινα μάτια του έλαμπαν σαν φάροι, φλογισμένα από μια εσωτερική φωτιά, ενώ τα λέπια του φαίνοταν σκληρά σαν σίδερο, με κοκκινόχρυση απόχρωση και ήταν διάστικτα με πολλά νομίσματα και πετράδια, που πρέπει να είχαν σφηνωθεί εκεί όσο διαρκούσε ο μακροχρόνιος ύπνος του. Πόσα όπλα έχει αυτό το τέρας; αναρωτήθηκε με δέος ο Λούθιεν. Τα νύχια του έμοιαζαν ικανά να τσακίσουν πέτρα, τα πολλά δόντια του ήταν μακριά όσο το ξίφος του Λούθιεν και γυάλιζαν σαν ελεφαντόδοντο, και τα κέρατά του θα μπορούσαν να διαπεράσουν τρεις άντρες στη σειρά. Ο Λούθιεν είχε ακούσει ιστορίες για τη φλογερή ανάσα των δρακόντων. Κατάλαβε τώρα τι είχε λιώσει το μετάλλευμα στα τοιχώματα της σπηλιάς, στο σημείο όπου τους έβγαλε το φωτεινό τούνελ, και κατάλαβε επίσης ότι τους σταλαγμίτες δεν τους είχε σπάσει η χελώνα. Ο δράκος βρισκόταν ήδη μέσα στη σπηλιά όταν τη σφράγισαν πριν από τετρακόσια χρόνια, και είχε εκτονώσει πάνω στα τοιχώματα τη μανία του επειδή τον φυλάκισαν.