Μετά ο δράκος ίσιωσε το σώμα του και μύρισε πάλι τον αέρα. Το μεγάλο κεφάλι του γύρισε γρήγορα, τόσο απότομα ώστε ο Λούθιεν αισθάνθηκε να του κόβονται τα γόνατα, και κοίταξε προς τον νεαρό Μπέντγουιρ με τα φωτεινά του μάτια.
Ο Λούθιεν είχε μείνει εντελώς ακίνητος, παγωμένος από τον βαθύτερο τρόμο που είχε γνωρίσει ποτέ του. Αυτό, λοιπόν, ήταν το θρυλικό βλέμμα του δράκοντα καί τούτος ήταν ο καθηλωτικός φόβος που έλεγαν ότι κυριεύει όποιον κοίταζουν τα μάτια του θηρίου. Ο Λούθιεν είχε ακούσει σχετικά, αλλά δεν είχε φανταστεί ποτέ την έντασή του.
Τώρα όμως γνώριζε από πρώτο χέρι αυτό τον φόβο σε όλη του την έκταση. Το μυαλό του φώναζε να πετάξει τα όπλα του και να το βάλει στα πόδια και ήθελε πραγματικά να το κάνει, αλλά είχε μαρμαρώσει, δεν μπορούσε να κινηθεί.
Ο δράκοντας γύρισε πάλι προς τον Όλιβερ, που κοίταζε απορημένος προς την κατεύθυνση του Λούθιεν.
«Ποιός είναι μαζί σου;» ρώτησε ο δράκος.
«Κανείς», απάντησε με σιγουριά ο Όλιβερ.
Ο Λούθιεν δεν μπορούσε να καταλάβει τι εννοούν. Αφού τον είχαν κοιτάξει και οι δύο!
«Ψεύτη!» γρύλισε ο Βαλτάσαρ.
«Το είπες ήδη αυτό», απάντησε ο Όλιβερ. «Και τώρα τι θα κάνουμε; Σου έδωσα πίσω τον θησαυρό σου και είδα το μεγαλείο σου. Θα με φας, ή θα με αφήσεις να φύγω για να μπορέσω να πω στον κόσμο τι εκπληκτικός και μεγαλόπρεπος δράκος είσαι;
Ο δράκοντας τραβήχτηκε λίγο πίσω δείχνοντας αρκετά μπερδεμένος.
»Δεν σε έχουν δει εδώ και τετρακόσια χρόνια», εξήγησε ο Όλιβερ. «Μπορώ να σε διαβεβαιώσω ότι οι ιστορίες για τον Βαλτάσαρ λιγοστεύουν. Φυσικά, αν έφευγα από εδώ θα μπορούσα να ανανεώσω τους θρύλους.
Πανούργε Όλιβερ! σκέφτηκε ο Λούθιεν και ο θαυμασμός του για τον χάφλινγκ εκατονταπλασιάστηκε εκείνη τη στιγμή. Το γεγονός και μόνο ότι ο Όλιβερ μπορούσε να μιλήσει κάτω από αυτό το τρομερό βλέμμα εντυπψσίασε τον νέο, που αισθανόταν ακόμη το στόμα του στεγνό από τον φόβο.
Ο δράκος έβγαλε ένα αργόσυρτο γρύλισμα, παίρνοντας μια δυνατή εισπνοή που ίσιωσε το καπέλο στο κεφάλι του Όλιβερ.
»Α, α», είπε ο Όλιβερ κουνώντας δεξιά-αριστερά το δάχτυλο στον δράκοντα. «Μη φυσήξεις φωτιά γιατί θα καταστρέψεις ένα ολόκληρο πλήθος από χρυσά και ασημένια νομίσματα!»
Ήταν απίστευτο, αλλά ο Όλιβερ φαινόταν να έχει την κατάσταση υπό έλεγχο. Ο Λούθιεν πήρε κουράγιο απ’ αυτό το γεγονός και διαπίστωσε ότι μπορούσε να κινήσει πάλι τα μέλη του.
Όμως τα φαινόμενα μπορεί και να απατούν όταν έχεις να κάνεις με δράκοντες. Ο Βαλτάσαρ ζύγιαζε προσεκτικά την κατάσταση, σκεφτόταν σοβαρά την πρόταση του χάφλινγκ να τον αφήσει να φύγει για να διαδώσει και πάλι τον θρύλο του Βαλτάσαρ. Αυτές οι ιστορίες, αναμφίβολα, θα ενέπνεαν κι άλλους να έλθουν στη φωλιά του, επίδοξους ήρωες και κυνηγούς θησαυρών. Ο δράκος αναρωτήθηκε μήπως με αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να ξεφύγει επιτέλους από τούτη τη φυλακή, να είναι πάλι ελεύθερος να πετάει παντού και να καταβροχθίζει ολόκληρα χωριά ανθρώπων.
Τελικά όμως ο τεμπέλης Βαλτάσαρ αποφάσισε ότι δεν ήθελε να ξυπνά κάθε τόσο για να αντιμετωπίζει επίδοξους ήρωες. Στο μεταξύ, βέβαια, είχε ήδη αποφασίσει ότι αυτός ο κομψευόμενος χάφλινγκ ήταν κλέφτης και ψεύτης.
Το κεφάλι του δράκου τινάχτηκε μπροστά με τρομερή ταχύτητα και ο Λούθιεν ξεφώνισε, σίγουρος ότι το τέρας θα έτρωγε τον Όλιβερ. Σήκωσε αμέσως το τόξο περνώντας στη χορδή το παράξενο βέλος και υψώνοντας το για να σημαδέψει.
Ο Όλιβερ, που είχε μελετήσει πολεμικές τέχνες στις καλύτερες σχολές της Γασκόνης, ανάμεσά τους και τακτικές ενάντια σε τέτοια θρυλικά τέρατα, δεν αιφνιδιάστηκε. Έκανε βουτιά προς τα εμπρός καθώς κατέβαινε το κεφάλι του δράκοντα, τραβώντας το ξίφος του τη στιγμή που κυλούσε στο έδαφος. Όταν με ένα πήδημα ξαναβρέθηκε όρθιος, έκανε μια προσπάθεια να καρφώσει τον δράκοντα, αλλά αναστέναξε μοιρολατρικά όταν η λεπτή λεπίδα του λύγισε διπλώνοντας σχεδόν στα δυό, χωρίς να καταφέρει να διαπεράσει τη θωράκιση του δράκου.
Ο Βαλτάσαρ υψώθηκε από πάνω του πλαταγίζοντας τη μεγάλη ουρά του και χτυπώντας τα φτερά του τόσο δυνατά, ώστε ο αέρας έκοψε την προσπάθεια του Όλιβερ να προχωρήσει. Με τον μοβ μανδύα να ανεμίζει πίσω του, μισόκλεισε τα μάτια για να τα προστατέψει από τον άνεμο αρπάζοντας συγχρόνως με το ελεύθερο χέρι το καπέλο του για να μην του φύγει.
Αυτό θα ήταν το τέλος του Όλιβερ ντε Μπάροους, θα κατέληγε μέσα στις επόμενες στιγμές στο στόμα του δράκοντα, αλλά ο Λούθιεν βρήκε την ευκαιρία τότε να εκτοξεύσει το παράξενο βέλος, με την ελπίδα και την προσευχή να έχει κάποιες ξεχωριστές ιδιότητες.
Το βέλος διέγραψε μια καμπύλη κατευθυνόμενο προς τον δράκοντα, μα άλλαξε ξαφνικά πορεία λόγω του τρομερού ανέμου και για μια στιγμή φάνηκε ότι απλώς θα πέσει στο έδαφος. Δεν έφτασε όμως ποτέ κάτω, γιατί ξαφνικά έσκασε στον αέρα.