Выбрать главу

Ρουκέτες εκτοξεύτηκαν στριγγλίζοντας και χείμαρροι από πολύχρωμες σπίθες γέμισαν τον θάλαμο. Πύρινες, φωτεινές σφαίρες τινάχτηκαν στον αέρα διαγράφοντας κυκλικές τροχιές, και μία πήγε κατευθείαν προς το κεφάλι του Βαλτάσαρ που αναγκάστηκε να παραμερίσει για να την αποφύγει. Μια κόκκινη φωτοβολίδα εκτινάχθηκε κατακόρυφα προς τα πάνω κι έσκασε με τρομερή έκρηξη που τράνταξε τον θάλαμο, κάνοντας τα νομίσματα και τα πετράδια να κουδουνίσουν και τον Λούθιεν να χάσει σχεδόν την ισορροπία του.

Ένα μουγκρητό διαμαρτυρίας του Βαλτάσαρ ενώθηκε με τα σφυρίγματα, τους κρότους των εκρήξεων και τις αντηχήσεις που δημιουργήθηκαν μέσα στη σπηλιά.

Ο Όλιβερ είχε την ψυχραιμία να το βάλει στα πόδια κάτω από αυτή την κάλυψη και την ετοιμότητα να σκύψει για να μαζέψει το μαγικό ραβδί του Μπριντ’Αμούρ καθώς περνούσε δίπλα του. Έτρεξε κατευθείαν προς τον Λούθιεν και θα τον είχε προσπεράσει, αλλά ο νεαρός άπλωσε το χέρι και του άρπαξε το ραβδί, που είχε σχεδόν διπλάσιο ύψος από ότι ο χάφλινγκ.

Ο Όλιβερ ξεφώνισε σαν να τον είχαν χτυπήσει, αλλά μετά τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα καθώς συνειδητοποίησε ότι ήταν ο Λούθιεν. Του άφησε το μακρύ ραβδί, άρπαξε τον δαυλό και συνέχισε να τρέχει με τον Λούθιεν δίπλα του.

Ο Βαλτάσαρ μούγκρισε πάλι καθώς έβγαιναν από τον θάλαμο και εξαπέλυσε μια ριπή φωτιάς από το στόμα του.

Ο Λούθιεν και ο Όλιβερ πρόλαβαν να στρίψουν έγκαιρα στη γωνία, αλλά κάποιες φλόγες τους άγγιξαν από πίσω κάνοντάς τους να τρέξουν ακόμη πιο γρήγορα. Η πέτρα στη γωνία κρότησε κι έλιωσε. Ο Λούθιεν δεν μπόρεσε να αντισταθεί στον πειρασμό να γυρίσει και να δει την ξέφρενη μανία του πανίσχυρου δράκοντα. Ο Όλιβερ όμως τον τράβηξε με δύναμη, φοβούμενος ότι με την παραμικρή καθυστέρηση θα βρεθούν στη μέση της επόμενης πύρινης ριπής του Βαλτάσαρ.

Μέσα στον θάλαμο του θησαυρού συνεχίζονταν οι εκρήξεις από τις ρουκέτες, αλλά παρά τους εκκωφαντικούς κρότους οι δυο σύντροφοι άκουγαν καθαρά, επίσης, τον θόρυβο από την καταδίωξη του δράκοντα.

«Δεν μπορείτε να πάτε πουθενά κλέφτες!» βρυχήθηκε ο Βαλτάσαρ. Ο δράκοντας μπήκε στη στοά, με τα νύχια του να συντρίβουν το πέτρινο δάπεδο καθώς έτρεχε με όλη εκείνη την τεράστια μάζα του, ενώ εκτόξευε για άλλη μια φορά την πύρινη αναπνοή του.

Ο Λούθιεν και ο Όλιβερ όμως είχαν διασχίσει ήδη τη στοά και βρίσκονταν στον επόμενο θάλαμο. Ο Λούθιεν σκέφτηκε να γυρίσει και να του ρίξει μερικές βολές με το τόξο, μετά όμως κατάλαβε ότι η ιδέα του ήταν βλακώδης. Τι θα έκαναν αυτά τα μικρά βέλη ενάντια σε έναν θωρακισμένο δράκοντα; Έτσι έβγαλε τον πίρο από το τόξο, το δίπλωσε και το πέρασε στην καινούρια του ζώνη, αυτή που συγκρατούσε τη μικρή φαρέτρα.

Οι σύντροφοι συνέχισαν να μεγαλώνουν την απόσταση που τους χώριζε από τον δράκοντα καθώς ο όγκος του δεν του επέτρεπε να κινηθεί γρήγορα στις στενές στοές, γρήγορα όμως έφτασαν στο βασικό εμπόδιο, τη λίμνη, που έδινε ένα τρομερό πλεονέκτημα στον Βαλτάσαρ.

Ο Λούθιεν έστριψε δεξιά προς το πέτρινο πεζούλι, αν και ήξερε ότι ήταν αδύνατο να το διατρέξουν όλο πριν φτάσει ο δράκος. Είδε ότι το σχοινί ήταν ακόμη πιασμένο στους βράχους όπου το είχε πετάξει, κι έτσι έτρεξε να το πάρει.

Με το σχοινί στο ένα χέρι και το ραβδί του Μπριντ’Αμούρ στο άλλο, ανέβηκε στον ψηλότερο βράχο που βρήκε και φώναξε στον Όλιβερ να σκαρφαλώσει στους ώμους του.

«Θα πρέπει να ανεβείς πιο ψηλά αν θέλεις να φτάσουμε απέναντι!» είπε ο χάφλινγκ. Ο Λούθιεν συμφώνησε και, κοιτάζοντας τριγύρω για να δει αν φαινόταν η χελώνα, έδωσε το ραβδί στον φίλο του. Μετά πιάστηκε όσο πιο ψηλά μπορούσε από το σχοινί, λύγισε τα γόνατα κι έσφιξε τους μύες έτοιμος να πηδήσει.

Ένα μουγκρητό από τον διάδρομο πίσω τους τον έκανε να εκτιναχτεί με δύναμη. Πήδησε από τον βράχο όσο πιο ψηλά μπορούσε, σκαρφάλωσε στο σχοινί μερικές χεριές πιο ψηλά όσο ήταν ακόμη στον αέρα έτσι ώστε να πιαστεί στο ψηλότερο δυνατό σημείο και μάζεψε τα πόδια του από κάτω του, καθώς οι δύο σύντροφοι άρχισαν την ημικυκλική τροχιά τους.

Δεν είχαν φτάσει καν στη μέση της διαδρομής όταν η αντίσταση από το σχοινί που κρεμόταν πίσω τους μέσα στη λίμνη, μείωσε την ταχύτητά τους, οπότε τα πόδια του Λούθιεν βούτηξαν στο νερό. Ξέροντας τι θα επακολουθούσε, ο Λούθιεν, άρχισε να σκαρφαλώνει χεριά τη χεριά πιο ψηλά στο σχοινί για να βγει από την καυτή λίμνη, και συνέχισε να ανεβαίνει όλο και πιο ψηλά, καθώς θυμόταν πόσο μακριά έφτανε ο λαιμός της γιγάντιας χελώνας.

Το νερό τούς είχε κόψει εντελώς τη φόρα, κι έτσι οι δυο φίλοι άρχισαν να περιστρέφονται αργά καθώς ξετυλιγόταν το συνεστραμμένο σχοινί.