«Δεν μου αρέσει πολύ αυτό», είπε ο Όλιβερ.
«Δώσε μου το ραβδί», απάντησε ο Λούθιεν και ο Όλιβερ του το έδωσε ευχαρίστως, εκμεταλλευόμενος αμέσως κατόπιν το γεγονός ότι τώρα είχε ελεύθερα και τα δυο του χέρια, για να ανεβεί λίγο πιο ψηλά στους ώμους του νεαρού. Σκεφτόταν κιόλας ότι αν η χελώνα δάγκωνε τον Λούθιεν, ίσως κατόρθωνε να πηδήσει στην πλάτη της, να τρέξει πάνω της προς την απέναντι όχθη και μετά να βουτήξει στο νερό και να κολυμπήσει.
Δεν του άρεσε όμως η σκέψη να αφήσει πίσω του τον Λούθιεν, γιατί είχε συμπαθήσει ειλικρινά αυτό το γενναίο παλληκάρι.
Στο μεταξύ ο Λούθιεν τύλιξε τα πόδια του γύρω από το σχοινί, κρεμασμένος καθώς ήταν με το ελεύθερο χέρι του, και ξαφνικά άρχισε να περιστρέφεται με όλο μεγαλύτερη ταχύτητα.
«Τι κάνεις;» φώναξε ο Όλιβερ, που κόντεψε να πέσει από τους ώμους του.
«Τουλάχιστον το ραβδί θα είναι ασφαλές», απάντησε ο Λούθιεν και, καθώς γύριζαν γύρω-γύρω, χρησιμοποίησε την ορμή της περιστροφής για να πάρει φόρα και να εκτοξεύσει το ραβδί του Μπριντ’Αμούρ προς την απέναντι όχθη. Το ραβδί έκανε μερικές αναπηδήσεις στα τελευταία μέτρα πριν την όχθη, όπου και παρέμεινε να επιπλέει.
«Νόμιζα ότι θα προσπαθούσες να το χρησιμοποιήσεις αυτό το πράγμα!» διαμαρτυρήθηκε ο Όλιβερ, μα η φράση του κατέληξε σε μια στριγγλιά καθώς ακούστηκε ένα δυνατό μουγκρητό, που έδειχνε ότι ο Βαλτάσαρ είχε μπει πια στην αίθουσα.
«Πού να ξέρω εγώ πώς χρησιμοποιεί κανείς το ραβδί ενός μάγου;» απάντησε ο Λούθιεν.
«Εσύ δεν ξέρεις, ξέρω όμως εγώ», ακούστηκε μια απροσδόκητη απάντηση από την παραλία. Οι δύο σύντροφοι γύρισαν και είδαν τον Μπριντ’Αμούρ να σκύβει ήρεμα πάνω από το νερό και να σηκώνει το πολύτιμο ραβδί του. Το σχοινί συνέχισε να περιστρέφεται ώσπου, μερικές στιγμές αργότερα, οι δυο φίλοι βρέθηκαν να κοιτάζουν τον Βαλτάσαρ που έφτανε στην άλλη όχθη.
«Εγκλωβισμένοι ανάμεσα σε έναν μάγο και έναν δράκοντα», είπε ο Όλιβερ. «Σήμερα δεν είναι μια από τις καλύτερες μέρες μου».
Ο Λούθιεν πιάστηκε γερά από το σχοινί και προσπάθησε να το σταθεροποιήσει κοιτάζοντας πότε τον ένα αντίπαλο, πότε τον άλλο. Ο Βαλτάσαρ έβγαλε ένα αργόσυρτο γρύλισμα όταν είδε τον μάγο, γεγονός που δεν άφησε στον Λούθιεν καμιά αμφιβολία ότι ο δράκοντας θυμόταν ακόμη καλά εκείνη τη μέρα, πριν από τετρακόσια χρόνια, όταν ο Μπριντ’Αμούρ και οι σύντροφοί του τον φυλάκισαν σφραγίζοντας τη σπηλιά.
«Στη Γασκόνη, πιστεύουμε ότι οι μάγοι είναι καλοκάγαθοι και διασκεδαστικοί τύποι», είπε ο Όλιβερ, που δεν φαινόταν και τόσο αισιόδοξος, παρά την εμφάνιση του Μπριντ’Αμούρ.
«Γύρνα πίσω στην τρύπα σου!» φώναξε ο Μπριντ’Αμούρ στον δράκο.
«Με τα κόκαλά σου!» ήρθε η φυσική απάντηση.
Ο Μπριντ’Αμούρ ύψωσε το ραβδί μπροστά του και από την άκρη του ξεπήδησαν κροταλίζοντας κεραυνοί μαύρης ενέργειας. Ο Λούθιεν κι ο Όλιβερ ξεφώνισαν από φόβο, σίγουροι ότι ο μάγος θα τους χτυπούσε, αλλά οι κεραυνοί έκαναν ένα ημικύκλιο γύρω τους, σφυρίζοντας, για να πέσουν επάνω στον δράκο και στους βράχους που βρίσκονταν ολόγυρά του.
Ο Βαλτάσαρ έβγαλε ένα μουγκρητό διαμαρτυρίας. Βράχοι εξερράγησαν και κομμάτια της οροφής έπεσαν τυλίγοντας τον δράκο σε ένα σύννεφο από σκόνες και θάβοντάς τον κάτω από τις πέτρες.
«Στη Γασκόνη, μπορεί και να κάνουμε λάθος», παραδέχτηκε ο Όλιβερ, και οι δυο φίλοι άρχισαν να ελπίζουν ότι ο Μπριντ’Αμούρ είχε νικήσει.
Όμως, δεν ήξεραν ακόμα τι σημαίνει δράκος. Όταν τελείωσε η επίθεση του Μπριντ’Αμούρ και σταμάτησαν να πέφτουν πέτρες, ο Βαλτάσαρ ορθώθηκε πάλι τινάζοντας από πάνω του τα βράχια. Φαινόταν πιο θυμωμένος από κάθε άλλη φορά, ενώ δεν είχε πάθει το παραμικρό. Αν ο Λούθιεν δεν ήταν τόσο έκπληκτος, θα άφηνε το σχοινί για να πέσουν αυτός και ο Όλιβερ μέσα στη λίμνη, που θα τους προστάτευε από την πύρινη ανάσα του δράκου, το θέαμα όμως τον είχε μαρμαρώσει, γι’ αυτό δεν έκανε τίποτα όταν ο Βαλτάσαρ τέντωσε τον λαιμό του και άνοιξε το στόμα του εκτοξεύοντας μια ριπή από καυτές φλόγες.
Ο Μπριντ’Αμούρ όμως είχε ενεργοποιήσει ήδη το επόμενο ξόρκι του και, ξαφνικά, το νερό υψώθηκε ανάμεσα στους δυο συντρόφους και τον δράκο σαν ένα μεγάλο προστατευτικό τείχος.
Οι φλόγες σφύριζαν, ενώ σύννεφα ατμού υψώνονταν από τη λίμνη. Καυτές σταγόνες τινάζονταν παντού από τη δύναμη της πύρινης ανάσας του Βαλτάσαρ τσουρουφλίζοντας τον Όλιβερ και τον Λούθιεν, που δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε άλλο από το να κλείσουν τα μάτια τους και να συνεχίσουν να κρατιούνται από το σχοινί.
Αυτό συνεχίστηκε για αρκετά λεπτά, με την ατελείωτη πύρινη ανάσα του Βαλτάσαρ να σπρώχνει τις μαγικές δυνάμεις του Μπριντ’Αμούρ στα όριά τους. Όταν ο Λούθιεν τόλμησε να κοιτάξει, του φάνηκε ότι το υδάτινο τοίχος είχε αρχίσει να λεπταίνει. Ξαφνικά το νερό έπεσε πάλι στη λίμνη και ο Λούθιεν νόμισε ότι ήταν σίγουρα χαμένοι.