Выбрать главу

Είχε κοπάσει όμως και η φλογερή ανάσα του Βαλτάσαρ, τον οποίο ο Λούθιεν σχεδόν δεν μπορούσε να διακρίνει μέσα από τα πυκνά σύννεφα του ατμού. Άκουγε όμως παφλασμούς, καθώς ο δράκος είχε μπει στο νερό και προχωρούσε σταθερά.

«Τι έκανες στο σχοινί μου;» ακούστηκε να φωνάζει κατάπληκτος ο Όλιβερ. Ο Λούθιεν τον κοίταξε και μετά, ακολουθώντας το εμβρόντητο βλέμμα του, στράφηκε προς την ελεύθερη άκρη του σχοινιού που βρισκόταν μες στο νερό. Τα μάτια του νεαρού άνοιξαν διάπλατα όταν είδε το απίστευτο θέαμα: ο Μπριντ’Αμούρ είχε μεταμορφώσει το ακραίο τμήμα του σχοινιού σε ζωντανό ερπετό, το οποίο τώρα κολυμπούσε προς την απέναντι όχθη πλησιάζοντας τον μάγο.

Το νερό άρχισε να κοχλάζει κάτω από τους δύο φίλους — είχαν ξεχάσει σχεδόν τη νεροχελώνα!

Το φίδι-σχοινί βγήκε στην όχθη και, ακολουθώντας τις οδηγίες του Μπριντ’Αμούρ, τυλίχτηκε γύρω από έναν βράχο τραβώντας συγχρόνως τους δυο φίλους κι απομακρύνοντάς τους από την επιφάνεια του νερού, όπου πλησίαζε ήδη η χελώνα.

Ο Όλιβερ έριξε μια ματιά πίσω του και κόντεψε να λιποθυμήσει καθώς βρέθηκε να κοιτάζει τα μοχθηρά, εξαγριωμένα μάτια του δράκοντα, που δεν ήταν πάνω από τέσσερα-πέντε μέτρα μακριά. Ο Όλιβερ προσπάθησε να μιλήσει αλλά είχε παραλύσει η γλώσσα του, γι’ αυτό άρχισε να χτυπά πανικόβλητος τον Λούθιεν στον ώμο.

«Γειά σου, κλέφτη καί ψεύτη», είπε ήρεμα ο Βαλτάσαρ. Ο Λούθιεν δεν χρειάστηκε να κοιτάξει πίσω για να καταλάβει ότι από στιγμή σε στιγμή ο δράκος θα τους έψηνε.

Ο Βαλτάσαρ τραντάχτηκε ξαφνικά ενώ συγχρόνως ακουγόταν ένας τρομερός παφλασμός. Ο Όλιβερ κοίταξε κάτω, μαζί κι ο Βαλτάσαρ — και είδαν τα σαγόνια της τεράστιας χελώνας να έχουν δαγκώσει το πόδι του δράκοντα.

Στο μεταξύ το σχοινί είχε τεντώσει και ο Λούθιεν άρχισε να κατεβαίνει αργά, μισογλιστρώντας προς την απέναντι όχθη.

Καυτό νερό τινάχτηκε πάνω στους συντρόφους καθώς τα δύο τέρατα πολεμούσαν μέσα στη λίμνη. Ο δράκος μούγκρισε εκτινάσσοντας την πύρινη ανάσα του και ένα νέο σύννεφο ατμού ενώθηκε με το πρώτο, ενώ ταυτόχρονα ακούστηκε μια κραυγή αγωνίας από την έκπληκτη και τραυματισμένη χελώνα. Ο Λούθιεν άφησε τελείως το σχοινί καθώς πλησίαζαν στην όχθη, οπότε κουτρουβάλησαν στο έδαφος, με τον Όλιβερ πιασμένο ακόμη σφιχτά στην πλάτη και στον λαιμό του.

«Τρέξτε!» τους είπε ο Μπριντ’Αμούρ. Ο μάγος ήξερε ότι η χελώνα δεν θα άντεχε για πολύ στον αγώνα ενάντια στον Βαλτάσαρ. Έριξε μια τελευταία ματιά στη λίμνη, έστειλε άλλον ένα μαύρο κεραυνό ενέργειας κι έτρεξε πίσω από τον Λούθιεν παράγοντας ταυτόχρονα ένα μαγικό φως για να τους φωτίζει, γιατί ο Λούθιεν είχε αφήσει τον αναμμένο ακόμη δαυλό στην απέναντι όχθη.

Δεν είχαν προλάβει καλά καλά να βγουν από τη μεγάλη αίθουσα με τη λίμνη και ν’ ανέβουν στη στοά που ήταν στρωμένη με σπασμένους σταλαγμίτες, όταν άκουσαν παφλασμούς καθώς ο Βαλτάσαρ έβγαινε στην όχθη φωνάζοντας «κλέφτες!» και «ψεύτες!»

Τώρα η διαμόρφωση του εδάφους ευνοούσε τον δράκο, καθώς οι τρεις σύντροφοι ήταν υποχρεωμένοι να σκαρφαλώνουν πάνω στους τσακισμένους βράχους ή να τους παρακάμπτουν. Ο Λούθιεν είδε επιτέλους τον μικρό γαλάζιο στροβιλισμό, αλλά άκουγε επίσης ήδη τον δράκο σχεδόν πίσω τους, γι’ αυτό άρχισε να μην πιστεύει ότι θα προλάβαιναν να φτάσουν στην πύλη.

Όμως ο Μπριντ’Αμούρ, ψέλνοντας δυνατά, άρπαξε τον Λούθιεν και τον Όλιβερ από τους ώμους και, ξαφνικά, απογειώθηκαν και οι τρεις από το έδαφος για να κατευθυνθούν πετώντας με μεγάλη ταχύτητα προς τον τοίχο.

Ο Βαλτάσαρ μούγκρισε εξαπολύοντας μια ακόμα ριπή φωτιάς. Ο Όλιβερ ούρλιαξε καθώς σκέπαζε το κεφάλι του, σίγουρος ότι θα συντριβούν πάνω στην πέτρα. Το φως της πύλης μεγάλωσε σαν να περίμενε για να τους δεχτεί, και η ανάσα του δράκοντα άγγιξε την πλάτη τους την στιγμή που έμπαιναν ήδη στο φωτεινό τούνελ του μάγου.

12

Ιστορίες από καλύτερες εποχές

Μικρά νήματα καπνού υψώνονταν από τα ρούχα τους καθώς ξανάμπαιναν στη σπηλιά του μάγου κουτρουβαλώντας και οι τρεις μαζί σαν κουβάρι. Ο Μπριντ’Αμούρ, με μια απρόσμενη ευκινησία, σηκώθηκε πρώτος γελώντας.

«Ο γέρο-Βαλτάσαρ θα βράζει εκατό χρόνια με αυτό που έπαθε!» φώναξε.

Ο Λούθιεν τον κοίταζε με πέτρινο πρόσωπο και το αυστηρό του βλέμμα μετέτρεψε σιγά-σιγά τα τρανταχτά γέλια του μάγου σε κάτι μεταξύ βήχα και καγχασμού.

»Νεαρέ Μπέντγουιρ», τον μάλωσε ο Μπριντ’Αμούρ. «Πρέπει να μάθεις να γελάς όταν τελειώνει επιτυχώς η περιπέτεια. Να γελάς επειδή είσαι ζωντανός, αγόρι μου! Να γελάς επειδή έκλεψες ένα πολύτιμο αντικείμενο από τον θησαυρό ενός δράκου…»