Выбрать главу

«Όχι μόνο ένα», τον διόρθωσε ο Όλιβερ βγάζοντας κάμποσα πετράδια από τις απύθμενες τσέπες του.

«Ένας σοβαρός λόγος παραπάνω για να γελάσεις!» φώναξε ο Μπριντ’Αμούρ. Ο Όλιβερ άρχισε να παίζει πετώντας και ξαναπιάνοντας τα τρία πετράδια, θαυμάζοντας τη λάμψη τους στο φως των δαυλών, ενώ ο Μπριντ’Αμούρ τον χαιρετούσε υψώνοντας τη γροθιά του.

Στο πρόσωπο του Λούθιεν δεν φαινόταν όμως η παραμικρή υποψία χαμόγελου. «Βαλτάσαρ;» είπε.

«Βαλτάσαρ;» επανέλαβε ο Μπριντ’Αμούρ χωρίς να καταλαβαίνει.

«Αποκάλεσες τον δράκο “Βαλτάσαρ”», εξήγησε ο Λούθιεν. «Πώς ήξερες το όνομά του;»

Ο Μπριντ’Αμούρ τον κοίταξε αμήχανα για μια στιγμή, σαν να είχε πέσει σε παγίδα. «Μα, σας παρακολουθούσα από την κρυστάλλινη σφαίρα, φυσικά», απάντησε ο μάγος τόσο ξαφνικά και με τέτοιον ενθουσιασμό, ώστε ο Λούθιεν κατάλαβε ότι λέει ψέματα. «Ο δράκος είπε το όνομά του — στον Όλιβερ, φυσικά».

«Ναι, το είπε», συμφώνησε ο Όλιβερ, ενώ ο Λούθιεν ήταν φανερό ότι δεν είχε πεισθεί.

«Ήξερες πώς τον λένε πριν πει το όνομά του», επέμεινε βλοσυρός ο Λούθιεν. Ακούστηκε ένα κουδούνισμα, καθώς ο Όλιβερ σταμάτησε να πετά τις πέτρες και η μία έπεσε στο πάτωμα. Ο Μπριντ’Αμούρ σταμάτησε αμέσως να γελά. Η ατμόσφαιρα, που πριν από μια στιγμή ήταν θριαμβευτική για τον Όλιβερ και τον μάγο, τώρα ήταν γεμάτη ένταση. Ο Όλιβερ φοβήθηκε ότι ο Λούθιεν θα χτυπούσε τον Μπριντ’Αμούρ. «Η ιστορία που μας είπες για τον Κυκλωπιανό βασιλιά ήταν ψέμα».

Ο Μπριντ’Αμούρ χαμογέλασε βεβιασμένα. «Αγαπητέ μου Λούθιεν Μπέντγουιρ», είπε σοβαρός, «αν σου είχα πει ότι σας περιμένει ένας δράκος στην άλλη άκρη του μαγικού τούνελ, θα πηγαίνατε;»

«Πολύ σωστά», παραδέχτηκε ο Όλιβερ. Κοίταξε τον Λούθιεν ελπίζοντας ότι ο φίλος του δεν θα επιμείνει άλλο.

«Θα μπορούσαμε να σκοτωθούμε», είπε με ανέκφραστη φωνή ο Λούθιεν. «Κι εσύ μας έστειλες εκεί περιμένοντας ότι θα πεθάνουμε».

Ο Μπριντ’Αμούρ σήκωσε τους ώμους, δεν είχε εντυπωσιαστεί καθόλου με αυτήν τη δήλωση. Η αδιάφορη στάση του μάγου κέντρισε ακόμη περισσότερο τον Λούθιεν. Ένα σχεδόν ανεπαίσθητο γρύλισμα ακούστηκε από τα χείλη του νεαρού Μπέντγουιρ, ενώ τα χέρια του σφίχτηκαν σε γροθιές στα πλευρά του.

«Λούθιεν!» ψιθύρισε ο Όλιβερ προσπαθώντας να τον λογικέψει. «Λούθιεν!».

«Μήπως πρέπει να ζητήσω και συγνώμη;» είπε ξαφνικά ο Μπριντ’Αμούρ σαν να μην πίστευε στα αυτιά του, κι αυτή η απρόσμενη απάντηση έκοψε τη φόρα του νέου. «Είσαι τόσο εγωιστής λοιπόν;»

Ο Λούθιεν τον κοίταξε απορημένος, δεν μπορούσε να καταλάβει τι εννοεί ο μάγος.

«Πιστεύεις ότι θα σας άφηνα να αντιμετωπίσετε έναν τέτοιο κίνδυνο αν δεν υπήρχε κάποιος πολύ σοβαρός λόγος;» συνέχισε ο Μπριντ’Αμούρ κροτώντας τα δάχτυλά του στον αέρα μπροστά στο πρόσωπο του Λούθιεν.

«Και αυτός ο “πολύ σοβαρός λόγος” δικαιολογεί το ψέμα; Και άξιζε τον κόπο να σκοτωθούμε γι’ αυτόν;» απάντησε θυμωμένος ο Λούθιεν.

«Ναι!» τον διαβεβαίωσε κατηγορηματικά ο Μπριντ’Αμούρ. «Υπάρχουν πιο σημαντικά πράγματα στον κόσμο από την ασφάλειά σου, αγαπητό μου παιδί.

Ο Λούθιεν πήγε να αντιδράσει με τον συνηθισμένο θυμό του, αλλά είδε τα γαλάζια μάτια του Μπριντ’Αμούρ να παίρνουν μια απόμακρη έκφραση που τον σταμάτησε.

»Νομίζεις ότι δεν θρηνώ καθημερινά για τους ανθρώπους που πήγαν να αναζητήσουν το ραβδί μου πριν από σας και δεν γύρισαν πίσω;» ρώτησε σοβαρός ο μάγος. Ένα κύμα βαθιάς θλίψης τύλιξε τον Λούθιεν καθώς τα λόγια του μάγου άγγιξαν τις ευαισθησίες του. Κοίταξε τον Όλιβερ σαν να ζητούσε συμπαράσταση, ενώ αναρωτιόταν ειλικρινά μήπως ο Μπριντ’Αμούρ τον είχε μαγέψει, αλλά ο φίλος του φαινόταν κι αυτός εξίσου επηρεασμένος από τα συναισθήματα του μάγου.

»Ξέρετε από πού παίρνει τη δύναμή του ένας μάγος;» ρώτησε ο Μπριντ’Αμούρ, ενώ ξαφνικά φαινόταν και στους δύο πολύ γερασμένος. Γερασμένος και κουρασμένος.

«Από το ραβδί του;» είπε ο Όλιβερ, ένα πολύ λογικό συμπέρασμα μετά την αποστολή που μόλις είχαν εκτελέσει αυτός και ο Λούθιεν.

«Όχι, όχι», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ. «Το ραβδί είναι απλώς ένα μέσο εστίασης των δυνάμεων, ένα εργαλείο που επιτρέπει στον μάγο να συγκεντρώνει την ενέργειά του. Η ίδια η ενέργεια όμως…» συνέχισε, τρίβοντας τον αντίχειρα πάνω στα άλλα δάχτυλα μπροστά στο πρόσωπό του, σαν να ένιωθε αυτές τις μυστηριώδεις δυνάμεις στο χέρι του. «Ξέρετε από προέρχεται;

Ο Λούθιεν και ο Όλιβερ κοιτάχτηκαν με ερωτηματική έκφραση, δεν ήξεραν τι να απαντήσουν.

»Από το σύμπαν!» φώναξε ξαφνικά ο Μπριντ’Αμούρ, τόσο δυνατά που οι δυο φίλοι έκαναν πίσω ένα βήμα. «Από τις φωτιές του ήλιου και την ενέργεια της θύελλας. Από τα ουράνια σώματα, από τον ίδιο τον ουρανό!»

«Μιλάς σαν ιερέας», είπε σαρκαστικά ο Όλιβερ, αλλά αυτό το σχόλιό του προκάλεσε έναν απρόσμενο ενθουσιασμό στον μάγο.