Выбрать главу

Ο Γκάχρις δεν μίλησε — σκεφτόταν ότι αν κάποιος σαν τον Όμπρεϊ χαρακτήριζε το Μπέντγουιντριν “καταθλιπτικό νησάκι” την παλιά εποχή, θα του έκοβαν τη γλώσσα.

»Ελπίζω οι δικοί σας πολεμιστές να τα καταφέρουν καλύτερα», κατέληξε ο Όμπρεϊ.

Η Αβονίζ έσφιξε δυνατά το μπράτσο του Γκάχρις — προφανώς της άρεσαν οι σκληροί μυς που έπιανε. «Οι πολεμιστές με εμπνέουν πολύ», ψιθύρισε στο αντί του κόμη.

Ο Γκάχρις δεν περίμενε ότι θα του ζητούσαν πρωινιάτικα μονομαχία στην αρένα, πάντως τη δέχτηκε ευχαρίστως. Μπορεί ο υποκόμης να ευχαριστιόταν με το θέαμα και να έφευγε πριν το μεσημέρι, απαλλάσσοντας τον Γκάχρις από την υποχρέωση να τους κάνει το τραπέζι, είτε με αρνάκι είτε με πρασόσουπα!

«Θα αναλάβω προσωπικά το θέμα», είπε ο Γκάχρις στον Όμπρεϊ, και απελευθερώθηκε από τα νύχια της Αβονίζ καθώς μιλούσε. «Οι ακόλουθοί μας θα σας δείξουν πού μπορείτε να φρεσκαριστείτε, για να ξεκουραστείτε από το μακρύ σας ταξίδι. Θα επιστρέψω σε μερικά λεπτά».

Γύρισε και απομακρύνθηκε με γρήγορο βήμα στον πετρόχτιστο διάδρομο του μεγάλου αρχοντικού. Βρήκε τον Λούθιεν λίγο πιο κάτω φρεσκοπλυμένο και ντυμένο με καλά ρούχα μετά την πρωινή προπόνηση.

«Πήγαινε να αλλάξεις πάλι», του είπε ο Γκάχρις. «Ήλθαν να δουν μονομαχίες και τίποτα παραπάνω».

«Και θα μονομαχήσω εγώ;»

«Υπάρχει κανένας καλύτερος;» ρώτησε ο κόμης. Χτύπησε τον Λούθιεν δυνατά στον ώμο και τον οδήγησε πίσω, εκεί απ’ όπου είχε έλθει. «Κανόνισε να γίνουν δύο μονομαχίες πριν από σένα — τουλάχιστον από ένας Κυκλωπιανός στην καθεμία». Ο Γκάχρις σταμάτησε και συνοφρυώθηκε. «Ποιος είναι ο καλύτερος, για να μονομαχήσεις μαζί του;» ρώτησε.

«Μάλλον ο Ίθαν», απάντησε ο Λούθιεν χωρίς δισταγμό, αλλά ο Γκάχρις κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Ο Ίθαν δεν μονομαχούσε πια στην αρένα και, σίγουρα, δεν θα το έκανε για να ψυχαγωγήσει τέτοιους επισκέπτες.

«Ο Γκαρθ Ρόγκαρ, τότε», είπε ο Λούθιεν, αναφερόμενος σε έναν γιγαντόσωμο, βάρβαρο πολεμιστή. «Είναι σε εξαιρετική φόρμα τελευταία».

«Θα τον νικήσεις όμως;

Ο Λούθιεν φάνηκε να θίγεται από την ερώτηση.

»Και βέβαια θα τον νικήσεις». Ο Γκάχρις απάντησε μόνος του στην ερώτησή του, καταλαβαίνοντας ότι ήταν ανοησία του που ρώτησε. «Σε παρακαλώ, όμως, φρόντισε να είναι καλή η μονομαχία. Είναι σημαντικό για το Μπέντγουιντριν και για σένα, γιε μου, να σε επαινέσουν στον δούκα του Μόντφορτ».

Ο Λούθιεν γύρισε και απομακρύνθηκε τρέχοντας, γεμάτος σιγουριά και ειλικρινή προθυμία να ευχαριστήσει τον πατέρα του και τους ευγενείς επισκέπτες.

«Πόσο θα ντραπεί ο Λούθιεν όταν πέσει μπροστά στον πατέρα του και στους επίσημους καλεσμένους του!» φώναξε ο γιγαντόσωμος Ρόγκαρ προκαλώντας τα επιδοκιμαστικά γέλια πολλών άλλων πολεμιστών. Ήταν καθισμένοι στους ισόγειους θαλάμους δίπλα στις στοές που οδηγούσαν στην αρένα, δοκιμάζοντας τα όπλα τους όσο περίμεναν να τους καλέσουν.

«Να ντραπώ;» απάντησε ο νεαρός Μπέντγουιρ με ένα προσποιητά κατάπληκτο ύφος. «Δεν υπάρχει ντροπή στη νίκη, Γκαρθ Ρόγκαρ».

Ένα γενικευμένο, ειρωνικό μουγκρητό απλώθηκε στον θάλαμο, καθώς έμπαιναν και οι άλλοι πολεμιστές στο πειρακτικό πνεύμα του διαλόγου.

Ο πελώριος Ρόγκαρ, που ήταν τουλάχιστον τριάντα πόντους ψηλότερος από τον Λούθιεν, με μπράτσα χοντρά όσο οι μηροί του νεαρού, πέταξε κάτω την ακονόπετρα που κρατούσε και σηκώθηκε αργά. Με δυο δρασκελιές έφτασε στον καθισμένο ακόμη Μπέντγουιρ, που χρειάστηκε να σηκώσει το κεφάλι του κάθετα σχεδόν στο σώμα του για να δει το σκυθρωπό πρόσωπο του αντιπάλου του.

«Σήμερα θα πέσεις», του υποσχέθηκε ο βάρβαρος. Άρχισε να στρέφεται αργά, ενώ συνέχιζε να κοιτάζει βλοσυρός τον Λούθιεν. Μέσα στον θάλαμο είχε απλωθεί σιωπή.

Ο νεαρός σήκωσε το ξίφος του και χτύπησε τον Ρόγκαρ στον πισινό, με το πλατύ μέρος της λάμας. Όλοι ξέσπασαν σε γέλια, μαζί και ο Γκαρθ Ρόγκαρ. Ο πανύψηλος βάρβαρος γύρισε και προσποιήθηκε ότι ετοιμάζεται να του ορμήσει, αλλά ο Λούθιεν, με μια κίνηση τόσο γρήγορη που δεν την έπιανε το μάτι, τον σταμάτησε προτείνοντας το ξίφος.

Ήταν όλοι φίλοι μεταξύ τους αυτοί οι νεαροί πολεμιστές, με εξαίρεση μερικούς Κυκλωπιανούς που κάθονταν σε μια μακρινή γωνία και παρακολουθούσαν περιφρονητικά τα πειράγματα των ανθρώπων. Ο Γκαρθ Ρόγκαρ ήταν ο μόνος που δεν ήταν γεννημένος στο Μπέντγουιντριν. Είχε φτάσει στο λιμάνι της Νταν Βάρνα πριν από τέσσερα χρόνια, πιασμένος πάνω στα απομεινάρια ενός ναυαγίου. Ο νεαρός βάρβαρος ήταν τότε σε εφηβική ηλικία, και οι νησιώτες τον περιμάζεψαν και του φέρθηκαν καλά. Τώρα μάθαινε να πολεμά, όπως κι όλοι οι νέοι του Μπέντγουιντριν. Ήταν όλα ένα παιχνίδι για αυτούς τους νεαρούς μασκαράδες, αλλά ένα πολύ σοβαρό παιχνίδι. Ακόμη και σε εποχές ειρήνης όπως αυτή που ζούσαν από τη γέννησή τους ως τώρα, οι ληστές ήταν συχνό πρόβλημα ενώ μερικές φορές έβγαιναν τέρατα από τα βάθη της Θάλασσας του Ντόρσαλ.