«Ακριβώς!» είπε ο Μπριντ’Αμούρ. «Ιερείς. Η αρχαία αδελφότητα των μάγων θεωρούσε τα μέλη της ιερείς. Η λέξη “μάγος” σημαίνει απλούστατα ιερέας. Μάγος είναι αυτός που κατανοεί την αληθινή φύση του σύμπαντος, την υλική και την πνευματική, γιατί αυτές οι δύο πλευρές δεν απέχουν τόσο πολύ μεταξύ τους. Πολλοί ιερείς δεν κατανοούν την υλική πλευρά. Πολλοί από τους σημερινούς εφευρέτες μας δεν έχουν καμία αίσθηση της πνευματικής πλευράς. Ένας μάγος όμως…» Η φωνή του έσβησε και τα γαλάζια μάτια του άστραψαν από περηφάνια καθώς και από την ίδια εκείνη απόμακρη έκφραση, όπως προηγουμένως. «Ένας μάγος τα γνωρίζει και τα δύο, παιδιά μου, και τα λαμβάνει και τα δύο υπόψη του. Υπάρχουν πνευματικές συνέπειες για κάθε υλική πράξη, και το υλικό ον δεν έχει άλλη επιλογή παρά να ακολουθήσει την πορεία της ψυχής.
»Ποιος νομίζετε ότι έχτισε τους μεγάλους καθεδρικούς ναούς;» ρώτησε ο Μπριντ’Αμούρ. Αναφερόταν στα οκτώ τεράστια οικοδομήματα που υπήρχαν στα νησιά της Θάλασσας του Άβον, έξι στο ίδιο το Άβον, ο μεγαλύτερος στο Καρλάιλ και ένας παρόμοιος στο Πρίνσταουν. Το νησί Μπαράντουιν στα δυτικά είχε μόνο έναν, ενώ το Εριαντόρ είχε επίσης έναν, στο Μόντφορτ. Ο Λούθιεν δεν είχε πάει ποτέ στο Μόντφορτ, αλλά είχε περάσει κοντά από την πόλη, στους πρόποδες του Άιρον Κρος. Από αυτή την απόσταση όλα τα κτίρια του Μόντφορτ (και πολλά ήταν μεγάλα και εντυπωσιακά), ακόμη και ο μοναδικός πύργος της πόλης, έμοιαζαν σαν παιδικά παιχνίδια μπροστά στους πανύψηλους οβελίσκους και τις πελώριες αντηρίδες του καθεδρικού ναού. Ο κόσμος τον ονόμαζε απλώς “Μητρόπολη”, και ήταν μία από τις μεγαλύτερες πηγές περηφάνιας για όλο το Εριαντόρ. Όλες οι οικογένειες, ακόμη και εκείνες των νησιών, είχαν κάποιον πρόγονο που είχε δουλέψει στη Μητρόπολη, και η μνήμη αυτής της παράδοσης έκανε τον Λούθιεν να απαντήσει τώρα με σφιγμένα δόντια.
«Τους έχτισε ο λαός», είπε σκυθρωπός, σαν να προκαλούσε τον Μπριντ’Αμούρ να φέρει αντίρρηση.
Ο μάγος έγνεψε καταφατικά.
«Το ίδιο και στη Γασκόνη», είπε ο Όλιβερ, που δεν εννούσε να αφήσει την πατρίδα του έξω από οποιοδήποτε επίτευγμα. Αυτός όμως είχε πάει στο Μόντφορτ και ήξερε ότι οι καθεδρικοί ναοί της Γασκόνης, αν και μεγαλόπρεποι, δεν μπορούσαν να συγκριθούν στο μεγαλείο με εκείνους των νησιών. Η Μητρόπολη του Μόντφορτ του είχε κόψει την ανάσα και, μάλιστα, από ό,τι έλεγαν όλοι, τρεις τουλάχιστον από τους καθεδρικούς ναούς νότια του Άιρον Κρος ήταν ακόμη μεγαλύτεροι.
Ο Μπριντ’Αμούρ συμφώνησε επίσης με τον Όλιβερ με ένα καταφατικό νεύμα, πριν κοιτάξει πάλι τον Λούθιεν. «Ποιος τους σχεδίασε όμως;» ρώτησε. «Και ποιος επέβλεψε την κατασκευή τους, και μάλιστα ανιδιοτελώς, καθοδηγώντας τους τόσους εργάτες που δούλεψαν σκληρά; Δεν φαντάζομαι να πιστεύεις ότι οι απλοί γεωργοί και οι ψαράδες, όσο προικισμένοι άνθρωποι κι αν είναι, θα μπορούσαν να σχεδιάσουν τις αντηρίδες και τα πελώρια παράθυρα των ναών!»
Ο Λούθιεν δεν θίχτηκε από τα λόγια του μάγου, αφού συμφωνούσε απόλυτα με τη λογική του. «Ήταν μια έμπνευση από τον Θεό», είπε. «Μια έμπνευση που δόθηκε στους ιερείς…»
«Όχι!» τον έκοψε απότομα ο Μπριντ’Αμούρ. «Ναι, ήταν μια έμπνευση από το Πνεύμα, τον Θεό», παραδέχτηκε. «Αλλά εκείνοι που τους σχεδίασαν ήταν η αδελφότητα των μάγων, όχι οι ιερείς που, αργότερα, με τις δικές μας ευλογίες λειτουργούσαν τους ναούς». Ο μάγος έκανε μια παύση και αναστέναξε βαθιά πριν συνεχίσει:
»Ήμασταν τόσο ισχυροί τότε», συνέχισε, ενώ ο τόνος του έδειχνε βαθιά θλίψη. «Δεν είχε περάσει πολύς καιρός αφ’ ότου ο Μπρους Μακντόναλντ είχε κατατροπώσει τους Κυκλωπιανούς. Η πίστη μας ήταν δυνατή, η πορεία μας ξεκάθαρη. Ακόμη και όταν εισέβαλε ο μεγάλος στρατός της Γασκόνης κρατήσαμε αυτή την πορεία. Εκείνη μας βοήθησε να αντέξουμε την κατοχή, τελικά η ίδια ανάγκασε τους Γασκόνους να γυρίσουν πίσω στη χώρα τους». Ο Μπριντ’Αμούρ κοίταζε τον Όλιβερ, αλλά χωρίς να τον επικρίνει, απλώς του εξηγούσε τι είχε συμβεί. «Ο λαός σου δεν μπόρεσε να σπάσει την πίστη μας στον εαυτό μας και στον Θεό».
«Εγώ ξέρω ότι είχαμε άλλες επιχειρήσεις στον νότο», απάντησε ο Όλιβερ, «και δεν μπορούσαμε να κρατάμε τόσο πολλούς στρατιώτες στη Θάλασσα του Άβον».
«Ο λαός σου δεν είχε την καρδιά να παραμείνει στη Θάλασσα του Άβον», είπε ήρεμα ο Μπριντ’Αμούρ. «Δεν υπήρχε λόγος, δεν υπήρχε κέρδος για τη Γασκόνη. Δεν θα κατάφερναν ποτέ να κατακτήσουν το Εριαντόρ, αυτό το παραδέχτηκαν και οι ίδιοι και, σε συνδυασμό με το χάος που επικρατούσε βόρεια… Τέλος πάντων, ας συμφωνήσουμε ότι δεν ήταν εύκολο για τον βασιλιά σας να κρατήσει την κυριαρχία του πάνω στα νησιά της Θάλασσας του Άβον.
Ο Όλιβερ το δέχτηκε αυτό με ένα καταφατικό νεύμα.