»Είναι πραγματικά μεγάλη ειρωνεία το ότι η μεγαλύτερη πληγή εμφανίστηκε και άρχισε να εξαπλώνεται στη διάρκεια της ειρήνης, μετά την αποχώρηση των Γασκόνων», συνέχισε ο Μπριντ’Αμούρ στρέφοντας πάλι την προσοχή του στον Λούθιεν. Ο νεαρός Μπέντγουιρ είχε τη σαφή αίσθηση ότι αυτό το μάθημα ιστορίας γινόταν αποκλειστικά και μόνο για τον ίδιο.
»Ίσως να μας είχε πιάσει ανία», παρατήρησε ο μάγος με ένα κοφτό γέλιο, «ή ίσως το δέλεαρ της δύναμης μας έκανε να φτάσουμε πολύ μακριά. Οι μάγοι χρησιμοποιούσαν πάντα τα υποδεέστερα πλάσματα των κατώτερων επιπέδων —τους κακονάνους και τους κατώτερους δαίμονες— σαν υπηρέτες. Τους καλούσαν διότι, χρησιμοποιώντας τη γνώση τους από τα άλλα επίπεδα της ύπαρξης, έβρισκαν απαντήσεις που εμείς δεν μπορούσαμε να βρούμε εύκολα καθώς λειτουργούσαμε μέσα από το γήινο σώμα μας. Μέχρι εκείνη την εποχή όμως η πραγματική μας δύναμη προερχόταν από τις καθαρές ενέργειες: από τη φωτιά και την αστραπή, από τους παγερούς ανέμους των βόρειων παγετώνων και από τη δύναμη των κυμάτων του ωκεανού. Μετά, όμως, μερικοί από την αδελφότητα, ανάμεσά τους και ο τωρινός βασιλιάς, ο Γκρινσπάροου…» —ο Μπριντ’Αμούρ έφτυσε το όνομα με φανερή περιφρόνηση— «…έκαναν φρικτές συμφωνίες με πανίσχυρους δαίμονες. Χρειάστηκαν πολλές δεκαετίες για να καρποφορήσουν οι καινούριες και απαίσιες δυνάμεις τους, βαθμιαία όμως έδιωξαν από τις τάξεις τους τους λευκούς μάγους σαν εμένα». Αναστέναξε πάλι και κοίταξε κάτω, μοιάζοντας εντελώς ηττημένος.
Ο Λούθιεν τον ατένισε επίμονα και διαπεραστικά, ενώ η σκέψη του έτρεχε ξαφνικά σε νέους δρόμους. Όλα όσα είχε πει ο Μπριντ’Αμούρ, με εξαίρεση τις δυο-τρεις τελευταίες φράσεις του, δεν έρχονταν σε ουσιαστική διαφωνία με όσα τον είχαν μάθει από μικρό παιδί, δηλαδή με τις αρχές που αποτελούσαν τη βάση της αντίληψής του για τον κόσμο. Η πληροφορία ότι οι καθεδρικοί ναοί είχαν γίνει από τους μάγους και όχι από τους ιερείς ήταν ένα ασήμαντο, νέο στοιχείο. Όμως, τα τελευταία λόγια τον είχαν συγκλονίσει βαθιά. Ο Μπριντ’Αμούρ μόλις είχε κατηγορήσει τον βασιλιά του Λούθιεν για μεγάλα και τρομερά εγκλήματα, τον άνθρωπο στον οποίο ο πατέρας του όφειλε πίστη και αφοσίωση.
Ο Λούθιεν ήθελε να ορμήσει στον μάγο, να δώσει μια γροθιά στα μούτρα αυτού του γερο-ψεύτη. Κρατήθηκε όμως και δεν μίλησε. Αισθάνθηκε τη ματιά του Όλιβερ πάνω του και κατάλαβε ότι ο φίλος του είχε αντιληφθεί την ταραχή μέσα του, αλλά δεν του ανταπέδωσε το βλέμμα. Δεν είχε τη δύναμη, εκείνη τη στιγμή.
«Εκείνο που με βασανίζει περισσότερο», είπε σιγανά ο Μπριντ’Αμούρ δείχνοντας πραγματικά ειλικρινής, «είναι ότι οι μεγαλόπρεποι καθεδρικοί ναοί της Θάλασσας του Άβον, τα μεγαλύτερα οικοδομήματα όλων των μεγάλων πόλεων της χώρας, έχουν χάσει εντελώς την πνευματική τους σημασία. Οι οχτώ δούκες του Γκρινσπάροου, η νεότερη γενιά των διεστραμμένων μάγων, έχουν μετατρέψει τους ναούς σε σπίτια τους. Ακόμη και τη Μητρόπολη, που εγώ, ο Μπριντ’Αμούρ, βοήθησα στον σχεδιασμό της όταν ήμουν νέος».
«Πόσων χρονών είσαι;» ρώτησε ο Όλιβερ, αλλά ο μάγος φάνηκε να μην ακούει.
«Κάποτε οι ναοί ήταν ένα μνημείο της πνευματικότητας και της πίστης του ανθρώπου, ένας χώρος ιερού εορτασμού», συνέχισε ο μάγος εξακολουθώντας να κοιτάζει τον Λούθιεν. Ο σοβαρός του τόνος διέλυσε τον θυμό του νεαρού και τον έκανε να ακούσει πιο προσεχτικά τα λόγια του. «Τώρα δεν είναι παρά χώροι όπου συγκεντρώνεται ο λαός για να πληρώσει τους φόρους.
Αυτή η τελευταία φράση πόνεσε τον Λούθιεν, γιατί αισθάνθηκε την αλήθεια της. Ο πατέρας του είχε κληθεί αρκετές φορές στο Μόντφορτ και, γυρίζοντας, είχε μιλήσει για το γεγονός ότι είχε πάει στη Μητρόπολη, όχι για να προσευχηθεί ή να υμνήσει τον Θεό, αλλά για να εξηγήσει το γιατί υπήρχε κάποια μείωση στους φόρους που είχαν σταλεί από το Μπέντγουιντριν στον δούκα Μόρκνεϊ.
»Αλλά δεν χρειάζεται να σας απασχολεί εσάς αυτό!» είπε ξαφνικά ο Μπριντ’Αμούρ, μα ο εύθυμος τόνος του ήταν φανερά βεβιασμένος.
Αυτή η φράση, με τον τρόπο που τη διατύπωσε ο μάγος, πόνεσε τον Λούθιεν. Ο περήφανος νέος είχε την παράξενη αίσθηση ότι τα λόγια του Μπριντ’Αμούρ θα προκαλούσαν μια βαθιά αλλαγή στη ζωή του, θα άλλαζαν τελείως τον τρόπο με τον οποίο έβλεπε τον κόσμο. Και εκείνο που τον τρόμαζε περισσότερο ήταν ότι δεν ήξερε σίγουρα τι σήμαινε αυτό.
»Κερδίσατε και οι δύο την ελευθερία σας, με τις… χμ… παρεμβάσεις μου, και κερδίσατε επίσης τη φιλία μου, όσο μπορεί αυτή να διαθέτει κάποια αξία». Η σκιά των οδυνηρών αναμνήσεων είχε χαθεί από το πρόσωπο του Μπριντ’Αμούρ. Κοίταξε για λίγο καλά καλά τον Λούθιεν με ένα νοσταλγικό ύφος.
»Αυτός ο μανδύας σού πηγαίνει πολύ», είπε.
«Τον βρήκα στη σπηλιά του δράκου», άρχισε να εξηγεί ο Λούθιεν, αλλά σταμάτησε καθώς είδε την εύθυμη λάμψη στα γαλάζια μάτια του μάγου και θυμήθηκε με ποιον τρόπο είχε βρει τον σάκο. «Εσύ τα έβαλες εκεί!» είπε με ένα ύψος σαν να τον κατηγορούσε.