Όλο το υπόλοιπο βράδυ δεν είπαν τίποτε άλλο για τον δράκο, τα δώρα ή ακόμη και για το μάθημα ιστορίας του Μπριντ’Αμούρ. Ο μάγος τους πρόσφερε πάλι ένα υπέροχο δείπνο και τους πρότεινε να κοιμηθούν ξανά στα μαλακά κρεβάτια, πράγμα που οι δυο σύντροφοι δέχτηκαν ευχαρίστως.
Ο Μπριντ’Αμούρ πήγε στον Όλιβερ αργότερα τη νύχτα, τον ξύπνησε και του έκανε νόημα να βγει από το δωμάτιο. «Να τον προσέχεις», είπε ο μάγος στον νυσταγμένο Όλιβερ.
«Περιμένεις μεγάλα πράγματα από τον Λούθιεν Μπέντγουιρ», απάντησε ο χάφλινγκ.
«Φοβάμαι γι’ αυτόν», είπε ο Μπριντ’Αμούρ παρακάμπτοντας την ερώτηση. «Πριν από δυο βδομάδες, μόλις, έκανε φιλικές μονομαχίες στην αρένα του πατέρα του. Και τώρα έχει γίνει παράνομος, κλέφτης και πολεμιστής…»
«…Και δολοφόνος;» είπε ο Όλιβερ. Αναρωτιόταν αν ο Μπριντ’Αμούρ θα δεχόταν αυτό τον χαρακτηρισμό.
«Σκότωσε Κυκλωπιανούς που προσπαθούσαν να δολοφονήσουν τον ίδιο ή εσένα», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ. «Όχι, είναι πολεμιστής». Κοίταξε την κλειστή πόρτα του δωματίου του Λούθιεν και ο Όλιβερ σκέφτηκε ότι μοιάζει σαν ανήσυχος πατέρας.
»Πέρασε πολλές περιπέτειες απανωτά», συνέχισε ο μάγος. «Αντιμετώπισε έναν δράκο! Αυτό μπορεί να μη φαίνεται ιδιαίτερα σπουδαίο σε κάποιον σαν τον Όλιβερ ντε Μπάροους…»
«Φυσικά όχι», είπε ο χάφλινγκ και, επειδή ο Μπριντ’Αμούρ δεν τον κοίταζε εκείνη τη στιγμή, έκανε μια γκριμάτσα κοντεύοντας να πνιγεί από τα γέλια.
«Σίγουρα όμως η εμπειρία ήταν τραυματική για τον νεαρό Λούθιεν», συνέχισε ο μάγος. «Να τον προσέχεις, Όλιβερ. Σε ικετεύω. Τα ίδια τα θεμέλια του κόσμου του έχουν γίνει ή θα γίνουν σε λίγο σαν άμμος που υποχωρεί συνεχώς κάτω από τα πόδια του».
Ο Όλιβερ έβαλε το ένα χέρι στη μέση κι έγειρε πίσω στηρίζοντας το βάρος του στο ένα πόδι και χτυπώντας το άλλο ανυπόμονα στο δάπεδο. «Ζητάς πολλά», είπε, όταν ο Μπριντ’Αμούρ γύρισε και τον κοίταξε. «Όμως όλα τα δώρα σου ήταν για τον Λούθιεν, όχι για μένα».
«Οι άδειες εισόδου για το Μόντφορτ είναι πιο πολύτιμες για σένα παρά για τον Λούθιεν», του απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ, ξέροντας την πρόσφατη ιστορία του Όλιβερ στην πόλη —και ξέροντας επίσης τη φήμη που είχε αποκτήσει ανάμεσα σε μερικούς πολύ ισχυρούς εμπόρους.
«Δεν είμαι υποχρεωμένος να πάω στο Μόντφορτ», απάντησε αδιάφορα ο Όλιβερ σηκώνοντας το ένα χέρι και επιθεωρώντας τα περιποιημένα νύχια του.
Ο Μπριντ’Αμούρ γέλασε. «Είσαι τόσο πεισματάρης!» είπε εύθυμα. «Σου φτάνει αυτό για την εξυπηρέτηση που ζητάω;» συνέχισε, βγάζοντας από ένα ντουλάπι μια εξάρτηση από δερμάτινα λουριά. Τα μάτια του Όλιβερ άνοιξαν διάπλατα. Το σακίδιο αυτό ήταν γνωστό σε όλους τους κλέφτες των πόλεων, οι οποίοι το ονόμαζαν “διαρρήκτη”. Φορούσες την εξάρτηση και, πάνω στα λουριά —ή μέσα σε ειδικές τσέπες, στους πιο τελειοποιημένους τύπους— υπήρχαν πολλά από τα σύνεργα της “δουλειάς”.
«Αυτό εδώ δεν είναι από τα συνηθισμένα», είπε ο Μπριντ’Αμούρ στον Όλιβερ. Άνοιξε μια τσέπη σε μια από τις ζώνες του ώμου και, παρ’ όλο που ήταν πολύ μικρή για να χωράει κάτι τέτοιο, έβγαλε από μέσα ένα παράξενο αντικείμενο: μια μαύρη, ρυτιδωμένη μπάλα που συνδεόταν με κάποιο λεπτό κορδόνι. «Το κορδόνι είναι πολύ καλύτερο από αυτό που αναγκάστηκες να αφήσεις στη σπηλιά του Βαλτάσαρ», του εξήγησε ο μάγος. «Και αυτή η μπάλα κολλάει ακόμη και στον πιο λείο τοίχο». Για να του το αποδείξει, πέταξε την μπάλα στον κοντινότερο τοίχο και τράβηξε δυνατά το σχοινί. «Κρατάει τρεις μεγαλόσωμους άντρες», πρόσθεσε ο Μπριντ’Αμούρ. «Με τρία απανωτά τραβήγματα», συνέχισε τινάζοντας το σχοινί, «η αρπάγη ελευθερώνεται». Και, πραγματικά, με το τρίτο τράβηγμα η μπάλα έπεσε στο έδαφος.
Ο Μπριντ’Αμούρ έβαλε την μπάλα με το κορδόνι στη θέση της πριν ανοίξει μια άλλη θήκη, αυτή τη φορά στο λουρί της ζώνης. Κράτησε την εξάρτηση κοντά στον Όλιβερ για να μπορέσει να κοιτάξει μέσα στην κοιλότητα.
Ο Όλιβερ έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Ο χώρος μέσα στην μικρή ανοιχτή θήκη ήταν πολύ μεγαλύτερος από ό,τι φαινόταν απ’ έξω —υπερδιαστατικός, σκέφτηκε ο χάφλινγκ— και μέσα υπήρχε το πληρέστερο σετ εργαλείων που είχε δει ποτέ του, λίμες, διαρρηκτικά σύνεργα, λεπτό σύρμα, ακόμη κι ένας υαλοκόπτης.
«Απλώς, σκέφτεσαι το αντικείμενο που θέλεις», εξήγησε ο Μπριντ’Αμούρ, «και αυτό αμέσως θα εμφανιστεί στο χέρι σου».
Ο Όλιβερ δεν αμφέβαλε για τα λόγια του Μάγου, αλλά ήθελε οπωσδήποτε να το δει αυτό. Άπλωσε το χέρι του κοντά στην ανοιχτή θήκη και σκέφτηκε: «Πασπαρτού» — και αναπήδησε τρομαγμένος όταν εμφανίστηκε ξαφνικά στο χέρι του ένα μακρύ κλειδί.
Ο χάφλινγκ κοίταξε τον Μπριντ’Αμούρ έχοντας συνέλθει από το σοκ.