Выбрать главу

«Λοιπόν, είμαστε σύμφωνοι;» ρώτησε ο μάγος χαμογελώντας πλατιά.

«Δεν είχα ποτέ σκοπό να παρατήσω τον Λούθιεν», τον διαβεβαίωσε ο Όλιβερ.

Το επόμενο πρωί ο Μπριντ’Αμούρ τους έδωσε τις άδειες εισόδου στο Μόντφορτ, όπως τους είχε υποσχεθεί — άδειες που ήταν πραγματικά πολύτιμες. Όταν μπήκαν οι τρεις τους στον θάλαμο της σπηλιάς όπου είχαν αφήσει τον Ριβερντάνσερ και τον Θρεντμπέαρ, η μαγεία του Μπριντ’Αμούρ είχε ήδη ενεργοποιηθεί. Στον τοίχο φαίνονταν οι στροβιλισμοί του φωτεινού τούνελ που θα τους μετέφερε στον δρόμο έξω από το Μόντφορτ.

Ο αποχαιρετισμός ήταν σύντομος και φιλικός, αν εξαιρέσουμε τον Λούθιεν που παρέμεινε επιφυλακτικός και καχύποπτος. Ο Μπριντ’Αμούρ δέχθηκε τη διστακτική χειραψία του νεαρού κλείνοντας το μάτι στον Όλιβερ.

Ο μάγος παρακολούθησε με την κρυστάλλινη σφαίρα του τους δύο φίλους καθώς έβγαιναν από το μαγικό τούνελ κοντά στο δρόμο για το Μόντφορτ. Θα ήθελε να συνεχίσει να τους παρακολουθεί και να τους προστατεύει, αλλά ήδη είχε ρισκάρει πολύ δίνοντας τον μανδύα και το τόξο στον νεαρό Λούθιεν. Πραγματικά, δεν ήξερε αν το έκανε από πίστη ή από απλή απελπισία.

Όποιος κι αν ήταν ο λόγος, ο Μπριντ’Αμούρ έπρεπε να αφήσει τώρα τα γεγονότα στα χέρια των δύο φίλων. Δεν μπορούσε να βγει από τη μυστική σπηλιά του, δεν μπορούσε καν να κοιτάξει στο Μόντφορτ ή οπουδήποτε αλλού, όπου οι μάγοι-δούκες του Γκρινσπάροου μπορεί να αντιλαμβάνονταν το μαγικό του βλέμμα και να εντόπιζαν από πού προερχόταν η ενέργειά του.

Αν ο βασιλιάς Γκρινσπάροου υποψιαζόταν ότι ο Μπριντ’Αμούρ ήταν ζωντανός, θα σκότωνε όχι μόνο τον μάγο αλλά επίσης τον Λούθιεν και τον Όλιβερ.

Ο Μπριντ’Αμούρ κούνησε το χέρι του και η σφαίρα σκοτείνιασε. Ο ερημίτης μάγος βγήκε με αργό βήμα από τον θάλαμο και πήγε στο υπνοδωμάτιό του, όπου έπεσε κουρασμένος στο μαλακό κρεβάτι. Είχε θέσει τα γεγονότα σε κίνηση και τώρα το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να περιμένει.

13

Μόντφορτ

Ο Ριβερντάνσερ έδειχνε χαρούμενος που ήταν πάλι σε ανοιχτό χώρο. Το λευκό άλογο, με το μακρύ του τρίχωμα να γυαλίζει από τη συνηθισμένη, πρωινή βροχή, προχωρούσε με δυνατές δρασκελιές. Ήθελε να τρέξει, αλλά ο Λούθιεν τον κρατούσε γιατί το έδαφος εδώ ήταν πιο ανώμαλο απ’ ό,τι στα βόρεια. Πλησίαζαν στους πρόποδες του Άιρον Κρος και παρ’ όλο που ήθελαν σχεδόν μία μέρα ακόμη για να φτάσουν στο Μόντφορτ και τα βραχώδη βουνά που το περιέβαλαν, το έδαφος εδώ ήταν ήδη στρωμένο με επικίνδυνες πέτρες.

«Μακάρι να μας είχε αφήσει πιο κοντά στην πόλη», είπε ο Λούθιεν κοιτάζοντας ανήσυχος το μέρος γύρω του. «Αν και ο Ριβερντάνσερ μάλλον έχει ανάγκη να καλπάσει λιγάκι». Χτύπησε τα μυώδη πλευρά του αλόγου καθώς μιλούσε χαλαρώνοντας κάπως τα γκέμια κι αφήνοντας τον Ριβερντάνσερ να τρέξει. Ο Όλιβερ με τον Θρεντμπέαρ τους έφτασαν σε μερικές στιγμές.

«Μας άφησε όσο πιο κοντά μπορούσε», είπε ο Όλιβερ. Πρόσεξε το απορημένο βλέμμα του Λούθιεν και δεν παραξενεύτηκε, γιατί είχε πια αρχίσει να καταλαβαίνει πόσο προστατευμένη ήταν η ζωή του φίλου του ως τώρα. Ο Όλιβερ θυμήθηκε την παράκληση του Μπριντ’Αμούρ να προσέχει τον Λούθιεν. «Αυτός που έχει αναγκάσει τον μάγο να ζει σε κείνη την κρυφή σπηλιά, μάλλον είναι στο Μόντφορτ», εξήγησε στον νεαρό Μπέντγουιρ.

Ο Λούθιεν το σκέφτηκε για λίγο. «Ο Μόρκνεϊ!» είπε. Ο Μπριντ’Αμούρ είχε πει ότι οι δούκες του Γκρινσπάροου είχαν διαφθαρεί από δαιμονικές δυνάμεις όπως και ο ίδιος ο βασιλιάς, οπότε το συμπέρασμα ήταν μάλλον λογικό.

«Ή κάποιος από τους λοχαγούς του», συμφώνησε ο Όλιβερ.

«Τότε δεν πρέπει να παραπονιέμαι», είπε ο Λούθιεν. «Ο Μπριντ’Αμούρ αποδείχτηκε καλός φίλος, γι’ αυτό του συγχωρώ το ψέμα για τη σπηλιά του δράκου — σε τελική ανάλυση, ήλθε να μας βοηθήσει όταν κινδυνέψαμε».

Ο Όλιβερ σήκωσε τους ώμους συμφωνώντας, αν και με μισή καρδιά. «Αν είχε έλθει νωρίτερα, μπορεί να είχαμε πάρει περισσότερα λάφυρα από τον θησαυρό του δράκου», είπε αναστενάζοντας βαθιά με αυτή τη σκέψη.

«Έχουμε τα δώρα μας», απάντησε ο Λούθιεν και χτύπησε τους σάκους της σέλας του γελώντας ταυτόχρονα, αφού ένας μανδύας και ένα πτυσσόμενο τόξο δεν ήταν και πολύ σπουδαία ανταμοιβή για κάποιον που διακινδύνεψε τη ζωή του μπαίνοντας στη φωλιά ενός δράκου. Ο Όλιβερ όμως δεν γέλασε και, όταν ο Λούθιεν γύρισε στον φίλο του, είδε ότι εκείνος τον κοίταζε με μια πολύ σοβαρή έκφραση.

«Μην υποτιμάς αυτά που σου χάρισε», είπε ο Όλιβερ.

«Ναι, δεν έχω ξαναδεί ποτέ μου τέτοιο τόξο», συμφώνησε ο Λούθιεν.

«Δεν μιλάω για το τόξο. Είναι κι αυτό πολύτιμο, χωρίς αμφιβολία. Μιλάω όμως για το πιο σημαντικό από τα δύο δώρα, τον πορφυρό μανδύα».

Ο Λούθιεν, αφού τον κοίταξε αβέβαια, έριξε μια ματιά στον σάκο της σέλας του σαν να περίμενε ότι θα πεταχτεί έξω ο μανδύας μόνος του. Ήταν σίγουρα όμορφος μανδύας, το κόκκινο χρώμα του ήταν τόσο πλούσιο που έμοιαζε να προσελκύει το μάτι στα βάθη του. Το ύφασμα έλαμπε στο παραμικρό φως σαν να ήταν κάτι ζωντανό.