«Δεν έχεις καταλάβει ακόμη, ε;» είπε ο Όλιβερ, και ο Λούθιεν τον κοίταξε τώρα με περιέργεια.
«Δεν πρόσεξες κάτι πολύ παράξενο στην αντίδραση του δράκου, όταν ήμαστε στη σπηλιά του θησαυρού;» ρώτησε ο Όλιβερ. «Και στη δική μου αντίδραση όταν έκανα εκείνο τον βιαστικό ελιγμό πλευροκόπησης;»
…Βιαστικό ελιγμό πλευροκόπησης; Ο Λούθιεν μπερδεύτηκε για μια στιγμή, αλλά μετά κατάλαβε ότι ο Όλιβερ στην πραγματικότητα εννοούσε “πανικόβλητη υποχώρηση”. Πραγματικά, ο Λούθιεν είχε σκεφτεί ήδη το ερώτημα του Όλιβερ. Μέσα στη σπηλιά του θησαυρού, ο δράκοντας τον είχε αγνοήσει — θα ’λεγε κανείς ότι δεν είχε αντιληφθεί καν πως υπήρχε και κάποιος άλλος στη σπηλιά εκτός από τον Όλιβερ.
«Τα μάτια του δράκοντα είναι πιο δυνατά και από του αετού», πρόσθεσε ο Όλιβερ.
«Κι όμως, δεν με πρόσεξε καν», είπε ο Λούθιεν, ξέροντας ότι αυτή ήταν η απάντηση που περίμενε ο Όλιβερ, αν και ο ίδιος δεν θεωρούσε τόσο σίγουρο πως ο δράκος δεν τον είχε δει.
«Εξαιτίας του μανδύα», του εξήγησε ο Όλιβερ. Ο Λούθιεν είχε αρχίσει να κουνάει αρνητικά το κεφάλι του πριν ακόμη μιλήσει ο φίλος του, καθώς περίμενε μια τέτοια απάντηση.
»Μα είναι αλήθεια!» επέμεινε ο χάφλινγκ. «Κι εγώ δεν σε είδα, και κόντεψα να πέσω πάνω σου».
«Επειδή είχες τον νου σου στον δράκο, πίσω σου», είπε ο Λούθιεν αναζητώντας μια λογική εξήγηση. «Και ο Βαλτάσαρ είχε τον νου του σε σένα, αφού μάλιστα οι τσέπες σου ήταν γεμάτες από τους θησαυρούς του!»
«Μα εγώ δεν σε έβλεπα ούτε και πριν ακόμη εμφανιστεί ο δράκος», είπε ο Όλιβερ. Τώρα ο Λούθιεν τον κοίταξε πιο ανήσυχος.
«Όταν βρήκα το ραβδί, κοίταξα γύρω και σε φώναξα», συνέχισε ο Όλιβερ. «Νόμισα ότι έφυγες, ή ότι είχες πάει ίσως πίσω από τον σωρό, και μόνο όταν τράβηξες πίσω την κουκούλα μπόρεσα να σε δω».
«Θα ήταν κανένα παιχνίδι του φωτός», απάντησε ο Λούθιεν, μα τώρα ήταν ο Όλιβερ εκείνος που κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
«Ο μανδύας είναι κόκκινος, ενώ πίσω σου υπήρχαν γκρίζα πέτρα και χρυσά νομίσματα.
Ο Λούθιεν κοίταξε πάλι τον σάκο της σέλας τρίβοντας με το χέρι το αξύριστο μάγουλό του.
»Έχω ακούσει για τέτοια αντικείμενα», είπε ο Όλιβερ. «Αυτός ο μανδύας θα σου είναι πολύ χρήσιμος στους δρόμους του Μόντφορτ».
«Θα ήταν χρήσιμος σε έναν κλέφτη», είπε περιφρονητικά ο νέος.
«Κι εσύ είσαι κλέφτης!» του υπενθύμισε ο Όλιβερ.
Ο Λούθιεν κράτησε τις επόμενες σκέψεις για τον εαυτό του. Ήταν όντως κλέφτης; Και αν δεν ήταν, τι ακριβώς ήταν, και γιατί πήγαινε στο Μόντφορτ μαζί με τον Όλιβερ ντε Μπάροους; Ο νεαρός Μπέντγουιρ γέλασε δυνατά, προτιμώντας αυτή την αντίδραση από το να κάνει έναν απολογισμό της πορείας του ως τώρα. Τα γεγονότα τον είχαν παρασύρει, δεν είχε πια και πολλά περιθώρια επιλογής. Και αφού ο Όλιβερ ντε Μπάροους τον χαρακτήριζε κλέφτη, ποιος ήταν ο ίδιος για να διαφωνήσει;
Στην επόμενη στροφή του δρόμου φάνηκε το Μόντφορτ, φωλιασμένο ανάμεσα στους γκρεμούς και τις πέτρες της βόρειας πλαγιάς του Άιρον Κρος. Οι δυο σύντροφοι είδαν πολλά κτίρια χτισμένα σε ίσιες σειρές πάνω στους λόφους στους πρόποδες του βουνού, που συνεχίζονταν μέχρι κάτω στην κοιλάδα — κυρίως όμως είδαν τη Μητρόπολη.
Έμοιαζε περισσότερο τμήμα των μεγαλόπρεπων βουνών παρά ανθρώπινο δημιούργημα, λες και το ίδιο το χέρι του Θεού σκάλισε και τοποθέτησε τις πέτρες. Δύο τετράγωνοι πύργοι ύψους πάνω από τριάντα μέτρα πλαισίωναν το μπροστινό μέρος του κτιρίου, ενώ ένας πολύ ψηλότερος πύργος ορθωνόταν στη μέση του ναού. Τεράστιες, διαδοχικές, τοξωτές αντηρίδες ξεκινούσαν από τη μυτερή οροφή για να καταλήξουν σε μικρότερους πυργίσκους στο πλάι του κτιρίου στηρίζοντας τον τρομερό όγκο της πέτρας και διοχετεύοντας το βάρος στο έδαφος. Λίθινες τερατόμορφες υδρορροές προεξείχαν από κάθε πλευρά αυτών των μικρότερων κτιαμάτων και μεγάλα παράθυρα με έγχρωμα βιτρό απεικόνιζαν μυριάδες σκηνές ή γεωμετρικά σχήματα.
Ακόμη και από αυτή την απόσταση ο Λούθιεν είχε μείνει άναυδος, αλλά και πάλι το θέαμα δεν του προκάλεσε την αγαλλίαση που θα περίμενε, καθώς θυμήθηκε τα σχόλια του Μπριντ’Αμούρ για τη σημερινή χρήση των καθεδρικών ναών. Ο νεαρός Μπέντγουιρ ένιωσε ξανά τα θεμέλια της ζωής του να κλονίζονται, ενώ τον κυρίευε μια αίσθηση σαν να επρόκειτο να ανοίξει το έδαφος κάτω από τα πόδια του και να τον καταπιεί κάποια φρικτή άβυσσος.
Το Μόντφορτ, όπως και οι περισσότερες πόλεις στην άγρια περιοχή του Άιρον Κρος, είχε διπλά τείχη που τα φρουρούσαν σκυθρωποί Κυκλωπιανοί. Δύο από τους φρουρούς κατέβηκαν στην πύλη για να ελέγξουν τον Όλιβερ και τον Λούθιεν. Στην αρχή έδειχναν καχύποπτοι και έσφιγγαν νευρικά τα όπλα τους, ιδιαίτερα όταν αντίκρισαν τον χάφλινγκ με το εξωφρενικό ντύσιμο. Ο Λούθιεν περίμενε ότι μάλλον θα τους έδιωχναν και, ειλικρινά, δεν θα του προκαλούσε έκπληξη αν οι τοξότες με τις βαλλίστρες πάνω στα τείχη άρχιζαν να τους ρίχνουν.