Ο ένας από τους Κυκλωπιανούς πήγε προς τον Ριβερντάνσερ με σκοπό να εξετάσει τους σάκους της σέλας, και ο Λούθιεν κράτησε την αναπνοή του.
«Δεν έχεις λόγους!» διαμαρτυρήθηκε ο Όλιβερ.
Ο Λούθιεν τον κοίταξε έκπληκτος. Σίγουρα μπορεί να είχαν κάποιους μπελάδες αν ο Κυκλωπιανός έβρισκε το πτυσσόμενο τόξο, αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα σε σύγκριση με τις συνέπειες που μπορεί να είχε η τολμηρή συμπεριφορά του Όλιβερ.
Ο άλλος Κυκλωπιανός κοίταξε απειλητικά τον Όλιβερ κάνοντας ένα βήμα προς το μέρος του, αλλά εκείνος του έδειξε τις άδειες εισόδου που τους είχε δώσει ο Μπριντ’Αμούρ. Ο κτηνάνθρωπος ξετύλιξε την περγαμηνή και την κοίταξε προσεχτικά. Ο Λούθιεν κατάλαβε ότι ο μονόφθαλμος δεν μπορούσε να τη διαβάσει, ιδιαίτερα μάλιστα αφού την κοίταζε ανάποδα. Παρ’ όλα αυτά όμως ο φρουρός έδειξε ευχαριστημένος και φώναξε τον σύντροφό του.
Ο δεύτερος Κυκλωπιανός ήταν πιο έξυπνος φαίνεται, γιατί μετά από λίγη σκέψη γύρισε την περγαμηνή σωστά. Γρήγορα χαμογέλασε κι αυτός. Κοίταξε στο τείχος, έκανε νόημα στους τοξότες ότι όλα είναι εντάξει και (ραινόταν σχεδόν πανευτυχής που άφησε τους δυο φίλους να μπουν στο Μόντφορτ — μάλιστα οι δυο Κυκλωπιανοί έκαναν μια ταπεινή υπόκλιση καθώς ο Λούθιεν και ο Όλιβερ περνούσαν μπροστά τους!
«Α, αυτός ο μάγος είναι πολύ καλός!» είπε γελώντας ο Όλιβερ όταν άφησαν πίσω τους την πύλη. «Πολύ καλός!»
Ο Λούθιεν δεν απάντησε, είχε καταπλαγεί από το τεράστιο μέγεθος του Μόντφορτ. Η μεγαλύτερη πόλη που είχε δει ποτέ του ήταν η Νταν Βάρνα, μα τώρα έβλεπε ότι το Μόντφορτ ήταν είκοσι φορές πιο μεγάλο.
«Πόσους κατοίκους έχει;» ρώτησε τον Όλιβερ, μην μπορώντας να συνέλθει από το σοκ.
«Γύρω στους είκοσι χιλιάδες, ίσως», απάντησε αυτός, και από τον τόνο του ο Λούθιεν κατάλαβε ότι ο Όλιβερ δεν ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιασμένος.
Είκοσι χιλιάδες άνθρωποι! Όλο το νησί του Μπέντγουιντριν, που είχε έκταση γύρω στα δεκατρείς χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα, διέθετε μόλις το ένα τέταρτο αυτού του πληθυσμού. Το τεράστιο μέγεθος της πόλης και ο τρόπος που οι άνθρωποι ζούσαν στριμωγμένοι μεταξύ τους, τον σάστιζε και τον έκανε νιώθει ιδιαίτερα άβολα.
«Θα συνηθίσεις», τον διαβεβαίωσε ο Όλιβερ, που προφανώς είχε αντιληφθεί την ανησυχία του.
Από το σημείο όπου βρίσκονταν τώρα ο Λούθιεν πρόσεξε ένα εσωτερικό τείχος που ξεκινούσε από κάποιο σημείο δίπλα στη Μητρόπολη και περικύκλωνε το ψηλότερο τμήμα της πόλης. Η πόλη, που είχε γύρω της πολλά ορυχεία με διάφορα μεταλλεύματα, ήταν σίγουρα πλούσια, ο Λούθιεν όμως έβλεπε τώρα ότι, σε αντίθεση με τις πόλεις του Μπέντγουιντριν όπου ο πλούτος ήταν λίγο-πολύ ομοιόμορφα κατανεμημένος, το Μόντφορτ έμοιαζε περισσότερο σαν να αποτελούνταν από δύο διαφορετικές πόλεις. Στις χαμηλότερες περιοχές υπήρχαν αγορές και ταπεινά σπίτια, πολλά από αυτά απλές καλύβες. Καθώς προχωρούσαν με τα άλογά τους στους λιθόστρωτους δρόμους, ο Λούθιεν έβλεπε παιδιά να παίζουν με αυτοσχέδια παιχνίδια, να ξιφομαχούν κρατώντας κλαδιά ή να δένουν μικρά ξύλα μεταξύ τους έτσι που να μοιάζουν κάπως με κούκλες. Οι έμποροι και οι τεχνίτες που έβλεπε φαίνονταν άνθρωποι που δούλευαν σκληρά, με την πλάτη τους καμπουριασμένη από τον μόχθο και τα χέρια τους μαυρισμένα και γεμάτα κάλους. Ήταν φιλικοί όμως και, φαινομενικά τουλάχιστον, ικανοποιημένοι, καθώς χαιρετούσαν πού και πού τους δυο ασυνήθιστους νεοφερμένους με μια κίνηση του χεριού ή ένα χαμόγελο.
Ο Λούθιεν μπορούσε εύκολα να φανταστεί τους ανθρώπους που θα ζούσαν στην άνω πόλη. Μεγαλόπρεπα σπίτια φαίνονταν πάνω από το εσωτερικό τείχος, μερικά με πύργους που υψώνονταν ψηλά στον ουρανό. Σκέφτηκε τον Όμπρεϊ και την Αβονίζ, και ξαφνικά δεν είχε καμία απολύτως επιθυμία να πάει στην άνω πόλη. Εκείνο που πρόσεξε όμως, και του φάνηκε πολύ παράξενο, ήταν ότι οι φρουροί που φύλαγαν το εσωτερικό τείχος ήταν πιο πολλοί από εκείνους που είχε δει και στα δύο εξωτερικά τείχη μαζί.
Ο νεαρός Λούθιεν Μπέντγουιρ δεν το είχε ακόμα συνειδητοποιήσει επαρκώς, αλλά εκείνη τη στιγμή έπαιρνε τη δεύτερη γεύση του από μια κοινωνία με έντονα διαχωρισμένες οικονομικές τάξεις.
Ο Όλιβερ τον οδήγησε στη σκιά ενός γκρεμού στο νοτιοανατολικό τμήμα του Μόντφορτ, όπου υπήρχε ένας στάβλος. Ο Λούθιεν είδε ότι ο σύντροφός του ήξερε καλά τους εργάτες εκεί και, μάλιστα, πέταξε στον επιστάτη του στάβλου ένα πουγκί με νομίσματα. Χωρίς παζάρια και χωρίς να δώσει οδηγίες, μόνο με ένα φιλικό χαιρετισμό και μια σύντομη στιχομυθία, ο Όλιβερ έδωσε τα γκέμια του Θρεντμπέαρ σε έναν εργάτη, λέγοντας στον Λούθιεν να κάνει το ίδιο με τον Ριβερντάνσερ. Ο νέος ήξερε πόσο νοιάζεται ο Όλιβερ για το εξαιρετικό αν και άσχημο πόνι του, και έτσι υπάκουσε χωρίς να διστάσει. Ήταν φανερό ότι ο Όλιβερ είχε αφήσει και άλλες φορές το άλογό του εδώ και είχε μείνει απόλυτα ευχαριστημένος.