Выбрать главу

«Και τώρα πάμε στο Ντουέλφ», δήλωσε ο Όλιβερ καθώς έφευγαν, με τον Λούθιεν να κουβαλάει τους σάκους της σέλας του στον ένα ώμο.

«Το Ντουέλφ;»

Ο Όλιβερ δεν έκανε τον κόπο να του εξηγήσει. Τον οδήγησε σε ένα ακόμα πιο φτωχικό τμήμα της πόλης, όπου τα μάτια των παιδιών στους δρόμους είχαν σκληρή έκφραση και όπου κάθε δεύτερη πόρτα ανήκε σε ταβέρνα, γραφείο τοκογλύφου ή μπορντέλο. Όταν ο Όλιβερ έστριψε προς μία από αυτές τις πόρτες, ο Λούθιεν κατάλαβε ότι αυτός ήταν ο προορισμός τους και, μόλις αντίκρισε την επιγραφή του μαγαζιού, κατάλαβε από πού προέρχεται το όνομα. Πάνω της ήταν ζωγραφισμένοι ένας μυώδης νάνος κι ένα ξωτικό ακουμπισμένοι πλάτη με πλάτη, να χαμογελούν και οι δύο πλατιά υψώνοντας τα ποτά τους, ένα κύπελλο της μπίρας ο νάνος και ένα ποτήρι, μάλλον με κρασί, το ξωτικό. «ΝΤΟΥΕΛΦ — ΕΞΑΙΡΕΤΟ ΠΟΤΟ — ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ ΓΙΑ ΝΑΝΟΥΣ ΚΑΙ ΞΩΤΙΚΑ», έγραφε η πινακίδα, και από κάτω κάποιος είχε γράψει: «Κυκλωπιανοί, μπαίνετε με δική σας ευθύνη!»

«Γιατί στο Ντουέλφ;» ρώτησε ο Λούθιεν, σταματώντας τον μικρόσωμο άνδρα πριν μπουν μέσα.

Ο Όλιβερ του έδειξε με ένα νεύμα στον δρόμο. «Τι βλέπεις στις άλλες ταβέρνες;» ρώτησε.

Ο Λούθιεν δεν αντελήφθη αμέσως τι εννοούσε ο φίλος του. Όλες οι ταβέρνες είχαν πολύ κόσμο. Πήγε να μιλήσει όταν ξάφνου κατάλαβε: όλοι οι πελάτες που έμπαιναν κι έβγαιναν στα άλλα μαγαζιά ήταν άνθρωποι ή Κυκλωπιανοί.

«Εσύ όμως δεν είσαι ούτε νάνος ούτε ξωτικό», είπε το παλληκάρι. «Ούτε κι εγώ είμαι».

«Το Ντουέλφ εξυπηρετεί επίσης ανθρώπους, αλλά, κυρίως, εξυπηρετεί όσους δεν είναι άνθρωποι», εξήγησε ο Όλιβερ.

Και πάλι ο Λούθιεν δυσκολεύτηκε να το καταλάβει αυτό. Στο Μπέντγουιντριν υπήρχαν ελάχιστα ξωτικά και ακόμη λιγότεροι νάνοι, αλλά δεν γίνονταν διακρίσεις σε βάρος τους από την πλειοψηφία των κατοίκων. Μπορούσαν να μπαίνουν σε όποια ταβέρνα ήθελαν.

Όμως ο Όλιβερ φαινόταν αποφασισμένος, άλλωστε, σίγουρα ήξερε τα πράγματα στο Μόντφορτ ενώ ο Λούθιεν όχι, έτσι ο νεαρός Μπέντγουιρ τον ακολούθησε μέσα στην ταβέρνα χωρίς άλλες διαμαρτυρίες.

Μόλις μπήκαν μέσα κόντεψε να πνιγεί από ποικίλες μυρωδιές, με κυριότερες αυτές της μπίρας, του κρασιού και διαφόρων εξωτικών βοτάνων. Ο αέρας ήταν γεμάτος καπνό, πράγμα που έκανε τους θαμώνες να φαίνονται ακόμη πιο απειλητικοί στον Λούθιεν. Πέρασαν ανάμεσα στα στριμωγμένα τραπέζια όπου κάθονταν παρέες από ανθρώπους ή παρέες από νάνους ή παρέες από ξωτικά — δεν υπήρχε σχεδόν καμιά ανάμειξη ανάμεσα στις φυλές. Σε ένα τραπέζι κάθονταν πέντε Κυκλωπιανοί με τις ασημί και μαύρες στολές των Πραιτωριανών Φρουρών, γελώντας δυνατά και πετώντας προσβολές σε όποιον τους πλησίαζε σαν να προσπαθούσαν να προκαλέσουν φασαρία.

Ο Λούθιεν είχε την αίσθηση ότι όλη η ταβέρνα βρισκόταν στα πρόθυρα μιας έκρηξης. Ευτυχώς είχε το ξίφος μαζί του και, πάντως, έσφιγγε τους σάκους της σέλας του επιφυλαχτικά καθώς περνούσε στριμωχτά ανάμεσα στον κόσμο, ακολουθώντας τον Όλιβερ που πήγαινε στον κεντρικό πάγκο της ταβέρνας.

Ο νέος άρχισε να αντιλαμβάνεται καλύτερα την έλξη που είχε αυτή η ταβέρνα για τις μη ανθρώπινες φυλές, όταν είδε ότι πολλά από τα σκαμνιά της ταβέρνας ήταν πιο ψηλά από το φυσιολογικό, με σκαλιά για να ανεβαίνεις πάνω. Ο Όλιβερ σκαρφάλωσε ατάραχος σε ένα τέτοιο σκαμνί και έτσι μπόρεσε εύκολα να ακουμπήσει τους αγκώνες τους στον γυαλισμένο πάγκο.

«Ώστε δεν σε κρέμασαν ακόμη, ε, Τάσμαν;» είπε ο χάφλινγκ. Ο ταβερνιάρης, ένας σκληροτράχηλος, λιγνός τύπος, γύρισε και κούνησε το κεφάλι του όταν είδε τον Όλιβερ, που του ανταπόδωσε το βλέμμα με ένα τεράστιο χαμόγελο και μια μικρή κλίση του μεγάλου καπέλου του.

«Όλιβερ ντε Μπάροους!» είπε ο Τάσμαν. Πλησίασε και σκούπισε τον πάγκο μπροστά στον χάφλινγκ. «Γύρισες στο Μόντφορτ τόσο γρήγορα; Πίστευα ότι μετά τα τελευταία σου καμώματα θα έλειπες τουλάχιστον όλο τον χειμώνα».

«Ξεχνάς τη μεγάλη μου γοητεία», απάντησε ο χάφλινγκ χωρίς να δείχνει ιδιαίτερα ανήσυχος.

«Κι εσύ ξεχνάς τους πολλούς εχθρούς που άφησες πίσω σου», απάντησε ο Τάσμαν. Έβαλε το χέρι του κάτω από το μπαρ και έβγαλε ένα μπουκάλι με σκούρο ποτό. Ο Όλιβερ του έκανε ένα καταφατικό νεύμα. «Ας ελπίσουμε ότι σε ξέχασαν κι αυτοί», είπε ο μπάρμαν βάζοντάς του ένα ποτό.