Выбрать главу

«Αν δεν με ξέχασαν, να τους λυπάσαι», απάντησε ο Όλιβερ σηκώνοντας το ποτήρι του λες και αυτή η φράση ήταν πρόποση. «Γιατί σίγουρα θα δοκιμάσουν το σπαθί μου!»

Ο Τάσμαν έδειξε να ενοχλείται από τον υπεροπτικό τρόπο του χάφλινγκ. Κούνησε πάλι το κεφάλι του κι έβαλε ένα ποτήρι μπροστά στον Λούθιεν, που είχε καθίσει δίπλα στον Όλιβερ σε ένα σκαμνί με κανονικό ύψος.

Ο νεαρός έβαλε το χέρι του πάνω από το ποτήρι πριν ο Τάσμαν ρίξει μέσα το σκούρο ποτό. «Μόνο ένα νερό, παρακαλώ», είπε ευγενικά.

Τα γκρίζα μάτια του Τάσμαν άνοιξαν διάπλατα. «Νερό;» επανέλαβε, ενώ ο Λούθιεν κοκκίνιζε.

«Έτσι λένε την ελαφριά μπίρα στο Μπέντγουιντριν», είπε ο Όλιβερ, προσπαθώντας να τον καλύψει με αυτό το ψέμα.

«Α!» έκανε ο Τάσμαν, αν και μάλλον δεν το πίστεψε. Πήρε το ποτήρι και έβαλε στη θέση του ένα κύπελλο με δυνατή μπίρα. Ο Λούθιεν το κοίταξε, κοίταξε μετά τον Όλιβερ και αποφάσισε να μη διαμαρτυρηθεί.

«Θα χρειαστώ… θα χρειαστούμε ένα δωμάτιο», είπε ο Όλιβερ. «Έχεις κανένα;»

«Το δικό σου», απάντησε με ξινισμένο ύφος ο Τάσμαν.

Ο Όλιβερ χαμογέλασε πλατιά — του άρεσε το παλιό του σπίτι. Έβαλε το χέρι σε μια τσέπη, μέτρησε μερικά ασημένια νομίσματα και πήγε να τα δώσει στον μπάρμαν.

«Υποψιάζομαι όμως ότι θα χρειαστεί λίγο καθάρισμα», πρόσθεσε ο Τάσμαν. Άπλωσε το χέρι για να πάρει τα νομίσματα, αλλά ο Όλιβερ τα τράβηξε αμέσως πίσω.

«Η τιμή είναι η ίδια», τον διαβεβαίωσε κοφτά ο Τάσμαν.

«Το καθάρισμα όμως…» άρχισε να διαμαρτύρεται ο Όλιβερ.

«Εσύ φταις που χρειάζεται καθάρισμα!» είπε ο Τάσμαν.

Ο Όλιβερ το σκέφτηκε για λίγο και μετά κατένευσε σαν να μην μπορούσε να διαφωνήσει με μια τέτοια λογική. Σηκώνοντας τους ώμους άπλωσε πάλι το χέρι του με τα νομίσματα, ενώ ο Τάσμαν άπλωνε κι αυτός το δικό του για να τα πάρει.

«Βάλε μέσα κι από ένα πολύ καλό ποτό για μένα και τον φίλο μου», είπε ο Όλιβερ χωρίς να αφήσει τα χρήματα.

«Έγινε, είναι τα ποτά που πίνετε», συμφώνησε ο Τάσμαν, πήρε τα νομίσματα και απομακρύνθηκε.

Όταν ο Όλιβερ γύρισε πάλι στον Λούθιεν, είδε τον νεαρό να τον κοιτάζει καχύποπτα. Ο χάφλινγκ έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό.

«Ήμουν και παλιότερα εδώ», εξήγησε.

«Ναι, το κατάλαβα αυτό», απάντησε ο Λούθιεν.

Άλλος ένας βαθύς αναστεναγμός από τον Όλιβερ. «Ήρθα εδώ στα τέλη της άνοιξης από τη Γασκόνη», είπε ο Όλιβερ, και συνέχισε περιγράφοντας μια “παρεξήγηση” με μερικούς ντόπιους, εξηγώντας κατόπιν ότι είχε φύγει βόρεια πριν από μερικές βδομάδες για ν’ αναζητήσει τίμια δουλειά. Στο μεταξύ ο Τάσμαν στεκόταν λίγο πιο κάτω και σκούπιζε ποτήρια, χαμογελώντας σαρκαστικά καθώς άκουγε την αφήγηση του χόμπιτ, αλλά, βέβαια, είχε μάθει από πρώτο χέρι γιατί είχε φύγει βόρεια ο Όλιβερ, ο “ληστοχάφλινγκ”, και δεν χρειαζόταν την έκφραση αμφιβολίας του Τάσμαν για να καταλάβει ότι ο Όλιβερ παρέλειπε κάποιες πολύ σημαντικές λεπτομέρειες, συμπληρώνοντας τα κενά με αποκυήματα της φαντασίας του.

Όπως και να ’χει, δεν τον ένοιαζε ιδιαίτερα που ο φίλος του έλεγε ψέματα, αφού μπορούσε να μαντέψει την αλήθεια στο μεγαλύτερο μέρος της — κυρίως ότι κάποιοι πολύ θυμωμένοι έμποροι κυνήγησαν τον Όλιβερ αναγκάζοντάς τον να φύγει από την πόλη, να πάει βόρεια και να ακολουθήσει τα καραβάνια. Καθώς γνώριζε όλο και περισσότερο τον χάφλινγκ, το μυστήριο του Όλιβερ ντε Μπάροους διαλευκανόταν γοργά, και ο Λούθιεν ήταν σίγουρος πια ότι σύντομα θα μπορούσε να σχηματίσει μια πολύ καλή εικόνα για τα κατορθώματα του μικρόσωμου άνδρα κατά την τελευταία του διαμονή στο Μόντφορτ. Δεν χρειαζόταν να πιέσει την κατάσταση τώρα.

Ουσιαστικά, δεν θα μπορούσε να την πιέσει περισσότερο ακόμη κι αν ήθελε, γιατί η αφήγηση του Όλιβερ σταμάτησε ξαφνικά καθώς πέρασε δίπλα τους μια καλλίγραμμη γυναίκα. Τα στήθη της ήταν μάλλον μεγάλα και μόνο λιγάκι σκεπασμένα από ένα φόρεμα με χαμηλό ντεκολτέ. Η γυναίκα ανταπόδωσε το χαμόγελο του χάφλινγκ.

«Με συγχωρείς», είπε ο Όλιβερ στον Λούθιεν χωρίς να πάρει τα μάτια του από τη γυναίκα, «αλλά πρέπει να βρω ένα μέρος για να ζεστάνω τα παγωμένα χείλη μου». Γλίστρησε από το ψηλό σκαμνί και, σχεδόν, είχε αρχίσει να τρέχει πριν ακόμη πατήσει στο πάτωμα. Στρίμωξε τη γυναίκα μερικά μέτρα πιο κάτω στο μπαρ κι αμέσως ανέβηκε σε ένα άλλο σκαμνί μπροστά της για να έρθει στο ίδιο ύψος με εκείνη.

Παρά το σκαμνί, τα μάτια του Όλιβερ βρίσκονταν περίπου στο ίδιο επίπεδο με το στήθος της κυρίας, κάτι όμως που δεν έδειχνε να τον ενοχλεί καθόλου. «Αγαπητή κυρία», είπε δραματικά, «η περήφανη καρδιά μου παρακινεί τη στεγνή μου γλώσσα να μιλήσει. Είσαι το πιο όμορφο ρόδο, με τα μεγαλύτερα…» Ο Όλιβερ σταμάτησε για μια στιγμή αναζητώντας την κατάλληλη λέξη και φέρνοντας ασυναίσθητα τις παλάμες του μπροστά στο δικό του στήθος. «Αγκάθια», είπε με ποιητική ευγένεια, «αγκάθια, που διαπέρασαν τη χάφλινγκ-καρδιά μου».