Ο Τάσμαν γέλασε, ενώ ο Λούθιεν σκεφτόταν ότι η όλη σκηνή είναι τελείως εξωφρενική και γελοία. Γρήγορα όμως είδε κατάπληκτος ότι η γυναίκα, που είχε σχεδόν διπλάσιο ύψος από τον Όλιβερ, φαινόταν ειλικρινά κολακευμένη και τον κοίταζε με ενδιαφέρον.
«Ορμάει σε όποια γυναίκα να ’ναι αυτός ο τύπος», εξήγησε ο Τάσμαν με έναν τόνο γνήσιου θαυμασμού στην τραχιά φωνή του. Ο Λούθιεν τον κοίταξε με αμφιβολία. «Είναι η πρόκληση, βλέπεις», εξήγησε ο Τάσμαν.
Αλλά ο Λούθιεν δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτα, κι έτσι γύρισε για να παρακολουθήσει τον Όλιβερ και τη γυναίκα που μιλούσαν πια σαν παλιοί φίλοι. Ο νεαρός Μπέντγουιρ δεν είχε ξαναδεί γυναίκα τόσο ενδοτική. Σκέφτηκε την Κατρίν Ο’ Χέιλ και τη φαντάστηκε αμέσως να γυρίζει τον Όλιβερ ανάποδα κρατώντας τον από τους αστραγάλους και κοπανώντας του μερικές φορές το κεφάλι στο πάτωμα, προκαταβολικά, αν έκανε το λάθος να την πλησιάσει με τόσο τολμηρό τρόπο.
Αυτή η γυναίκα όμως φαινόταν να απολαμβάνει τη φλυαρία του Όλιβερ, όσο ρηχή κι αν ήταν και όσο κι αν είχε ιδιοτελή κίνητρα. Ο Λούθιεν, στην ως τώρα ζωή του, δεν είχε ξανανιώσει ποτέ τόσο έξω από τα νερά του. Συνέχισε να σκέφτεται την Κατρίν και όλους τους φίλους του. Θα ήθελε να ήταν πίσω στην Νταν Βάρνα, δίπλα στους φίλους του και τον αδελφό του — τον αδελφό που, το είχε πάρει απόφαση, δεν θα τον ξανάβλεπε σύντομα. Ευχήθηκε να μην είχε μπει ποτέ στον κόσμο του ο υποκόμης Όμπρεϊ για να τον αλλάξει για πάντα.
Γύρισε προς τον πάγκο χωρίς να κοιτάζει πια τίποτα το συγκεκριμένο και ήπιε την μπίρα μονορούφι. Ο Τάσμαν, που δεν ήταν κακός τύπος, κατάλαβε πόσο άβολα αισθανόταν το παλληκάρι. Γέμισε πάλι το ποτήρι, το έσπρωξε μπροστά του και απομακρύνθηκε πριν προλάβει εκείνος να αρνηθεί ή να τον πληρώσει.
Ο Λούθιεν δέχτηκε το κέρασμα με ένα ευχαριστήριο νεύμα. Γύρισε στο σκαμνί κοιτάζοντας πάλι τον κόσμο: κακοποιοί και απατεώνες, οι Κυκλωπιανοί που πήγαιναν γυρεύοντας για καυγά, οι μυώδεις νάνοι που έδειχναν έτοιμοι να αρπαχτούν μαζί τους. Ο Λούθιεν έφερε ασυναίσθητα το χέρι στη λαβή του ξίφους του.
Αισθάνθηκε ένα άγγιγμα στο μπράτσο και γύρισε ξαφνιασμένος. Μια γυναίκα είχε πλησιάσει και ήταν μισοκαθισμένη στο σκαμνί που είχε αφήσει πριν από λίγο ο Όλιβερ.
«Καινούριος στο Μόντφορτ;» τον ρώτησε.
Ο Λούθιεν ξεροκατάπιε και κατένευσε. Είδε ότι η γυναίκα ήταν μια πιο φτηνή έκδοση της Αβονίζ, έντονα βαμμένη και αρωματισμένη, με ένα φόρεμα που είχε προκλητικά χαμηλό ντεκολτέ.
«Με πολλά λεφτά, σίγουρα», γουργούρισε αυτή χαϊδεύοντας το μπράτσο του, και ο Λούθιεν άρχισε μόνο τότε να μπαίνει πια στο νόημα. Αισθάνθηκε παγιδευμένος, αλλά δεν είχε ιδέα πώς να ξεφύγει χωρίς να φανεί βλάκας και χωρίς να προσβάλει τη γυναίκα.
Ξαφνικά ακούστηκε μια κραυγή μέσα στη γενική φασαρία. Όλοι σώπασαν και γύρισαν να δουν τι είχε συμβεί. Ο Λούθιεν, χωρίς καν να κοιτάξει, ήταν σίγουρος ότι υπήρχε κάποια σχέση με τον Όλιβερ.
Πετάχτηκε, λοιπόν, από τη θέση του και πέρασε δίπλα από τη γυναίκα πριν προλάβει καν εκείνη να γυρίσει προς το μέρος του. Έψαξε μέσα στον κόσμο ώσπου βρήκε τον Όλιβερ να στέκεται μπροστά σε έναν πανύψηλο, κακομούτσουνο τύπο με βρόμικο πρόσωπο και φθαρμένα ρούχα, έναν τραμπούκο που φορούσε μεταλλική γροθιά στο χέρι. Δυο φίλοι του στέκονταν δίπλα του και τον παρακινούσαν να ορμήσει. Η γυναίκα που φλερτάριζε ο Όλιβερ στεκόταν πίσω από τον άντρα επιθεωρώντας τα νύχια της και δείχνοντας προσβεβλημένη από το όλο επεισόδιο.
«Δεν μπορεί να αποφασίσει μόνη της η κυρία;» ρώτησε ήρεμα ο Όλιβερ. Ο Λούθιεν είδε έκπληκτος ότι δεν είχε βγάλει ακόμη από τις θήκες τους το ξίφος και το μεν-γκος. Αν αυτός ο πελώριος τύπος ορμούσε πάνω του, τι θα μπορούσε να κάνει ο μικρόσωμος άνδρας;
«Είναι δική μου», δήλωσε ο άλλος φτύνοντας κάποιο βότανο που μασούσε, στο πάτωμα, ανάμεσα στα ανοιχτά πόδια του Όλιβερ. Αυτός κοίταξε κάτω και μετά σήκωσε πάλι το βλέμμα του στον αντίπαλό του.
«Έχεις υπόψη σου, βέβαια, ότι αν πετύχαινες το παπούτσι μου θα σε έβαζα να το καθαρίσεις», είπε ο Όλιβερ.
Ο Λούθιεν έτριψε το πρόσωπό του με το χέρι κατάπληκτος από τη βλακεία του φίλου του και από το γεγονός ότι πήγαινε γυρεύοντας για έναν τέτοιο καυγά, τη στιγμή που οι αντίπαλοι υπερτερούσαν τρεις προς έναν στον αριθμό και δέκα προς έναν στο βάρος.
«Μιλάς λες και η κυρία είναι το άλογό σου», συνέχισε ατάραχος ο Όλιβερ. Αμέσως μετά ο Λούθιεν είδε έκπληκτος τον Όλιβερ να απευθύνεται στη γυναίκα που ήταν η αφορμή του καυγά. «Σίγουρα σου αξίζει κάτι καλύτερο από αυτό τον βλάκα, καλή μου κυρία», είπε ο χάφλινγκ βγάζοντας ταυτόχρονα το καπέλο του και κάνοντας υπόκλιση.