«Θα σου κόψω τα χείλια σήμερα», είπε ο Γκαρθ στον Λούθιεν, «κι έτσι δεν θα ξαναφιλήσεις ποτέ την Κατρίν Ο’ Χέιλ».
Τα γέλια έπαψαν αμέσως. Η Κατρίν δεν ανεχόταν προσβολές. Καταγόταν από την απέναντι πλευρά του Μπέντγουιντριν και είχε μεγαλώσει ανάμεσα στους ψαράδες, που αψηφούσαν ακόμα και τα πιο επικίνδυνα νερά της ανοιχτής Θάλασσας του Άβον. Ήταν πραγματικά σκληροτράχηλοι οι άνθρωποι του Χέιλ, και η Κατρίν θεωρούνταν από τους καλύτερους πολεμιστές ανάμεσά τους. Ένας δερμάτινος σάκος εκτοξεύτηκε από την άλλη μεριά του θαλάμου και χτύπησε τον πελώριο βάρβαρο στην πλάτη. Ο Γκαρθ Ρόγκαρ, γυρίζοντας αστραπιαία, είδε την Κατρίν να τον αγριοκοιτάζει ακουμπώντας τα μυώδη μπράτσα της σταυρωμένα πάνω στο ξίφος, που το κρατούσε με τη μύτη ακουμπισμένη στο πέτρινο δάπεδο.
«Αν το ξαναπείς αυτό, θα σου κόψω κι εγώ κάτι δικό σου», είπε σκυθρωπή η κοκκινομάλλα Κατρίν, με τα πράσινα μάτια της να αστράφτουν επικίνδυνα. «Και τότε τα φιλιά θα είναι το τελευταίο πράγμα που θα απασχολεί το λιγοστό μυαλό σου».
Ξέσπασαν αμέσως πάλι γέλια ενώ ο Γκαρθ Ρόγκαρ, κόκκινος από ντροπή, κατάλαβε ότι δεν θα μπορούσε να κερδίσει έναν τέτοιο πόλεμο προσβολών. Σήκωσε ηττημένος τα χέρια και γύρισε πίσω στη θέση του για να ετοιμάσει τα όπλα του.
Τα όπλα που χρησιμοποιούσαν ήταν αληθινά, είχαν όμως στομωμένες κόψεις και αιχμές. Πονούσαν και πλήγωναν, αλλά δεν σκότωναν — ή τουλάχιστον δεν σκότωναν συνήθως. Δεν ήταν λίγοι οι πολεμιστές που είχαν ξεψυχίσει στην αρένα, αν και ευτυχώς είχαν περάσει πάνω από δέκα χρόνια από το τελευταίο τέτοιο επεισόδιο. Οι μονομαχίες ήταν μια αρχαία και απαράβατη παράδοση στο Μπέντγουιντριν και σε όλο το Εριαντόρ, μια παράδοση που, ακόμη και οι πιο πολιτισμένοι, τη θεωρούσαν σημαντική και αναγκαία παρά το πιθανό κόστος σε ζωές. Οι ουλές που αποκτούσαν οι νέοι άντρες και γυναίκες από τα χρόνια της προπόνησης στην αρένα, τους μάθαιναν να σέβονται τα όπλα και τους εχθρούς και τους βοηθούσαν να κατανοήσουν σε βάθος τους συμπολεμιστές, δίπλα στους οποίους θα πολεμούσαν, αν χρειαζόταν. Έκαναν τρία χρόνια υποχρεωτική εκπαίδευση, αλλά πολλοί τη συνέχιζαν τέσσερα χρόνια, ενώ μερικοί, σαν τον Λούθιεν, είχαν κάνει την προπόνηση κύρια ασχολία της ζωής τους.
Ο Λούθιεν είχε μονομαχήσει εκατοντάδες φορές στην αρένα νικώντας όλους τους αντιπάλους του, εκτός από τον πρώτο, τον αδελφό του Ίθαν. Οι δυο τους δεν ξαναμονομάχησαν ποτέ, γιατί ο Ίθαν γρήγορα εγκατέλειψε την αρένα. Μολονότι ο Λούθιεν θα ήθελε να δοκιμάσει και πάλι τις ικανότητές του ενάντια στον αναμφισβήτητα ταλαντούχο αδελφό του, δεν άφηνε την περηφάνια του να σπιλώσει τον ειλικρινή σεβασμό και την αγάπη του για τον Ίθαν. Τώρα ο Λούθιεν ήταν ο καλύτερος πολεμιστής της ομάδας. Η Κατρίν Ο’ Χέιλ ήταν γρήγορη και ευκίνητη σαν γάτα, ο Μπάκουο, ο Κυκλωπιανός, μπορούσε να αντέξει τρομερά χτυπήματα χωρίς να λυγίσει, ενώ ο Γκαρθ Ρόγκαρ ήταν δυνατός πέρα από τα συνηθισμένα ανθρώπινα όρια. Ο Λούθιεν όμως ήταν πραγματικός πολεμιστής: γρήγορος και δυνατός, ευκίνητος και ικανός, χειριζόταν το όπλο του με εκπληκτική ευχέρεια χτυπώντας και αποκρούοντας με αστραπιαία ταχύτητα. Μπορούσε να αντέξει τα χτυπήματα και να υπομείνει γρυλίζοντας τον πόνο, όμως, παρ’ όλα αυτά, είχε τις λιγότερες ουλές απ’ όλους, αν εξαιρέσει κανείς τους πιο νεαρούς πολεμιστές.
Ήταν ολοκληρωμένος μονομάχος, το καμάρι του ηλικιωμένου πατέρα του, και γι’ αυτό ήταν σήμερα αποφασισμένος να τιμήσει τον Γκάχρις, να φέρει το χαμόγελο στο πρόσωπο ενός ανθρώπου που χαμογελούσε σπάνια.
Ίσιωσε ένα στομωμένο σημείο στο θαυμάσιο ξίφος του περνώντας την ακονόπετρα από την κόψη με έναν τραγουδιστό ήχο και, μετά, κράτησε το όπλο μπροστά του δοκιμάζοντας το ζύγιασμά του.
Η πρώτη μονομαχία, δύο Κυκλωπιανοί που χτυπούσαν ο ένας τον άλλο στο κεφάλι και στους ώμους με ελαφριά ρόπαλα, είχε αρχίσει ήδη όταν ο Γκάχρις οδήγησε τους τέσσερις επισκέπτες του στις θέσεις των τιμούμενων καλεσμένων, ακριβώς απέναντι από τα τούνελ που έβγαζαν στην κυκλική αρένα. Ο κόμης κάθισε στη θέση του στη μέση και αμέσως η Ελένια με την Αβονίζ έσπευσαν να στριμωχτούν δεξιά κι αριστερά του, η καθεμία με τον συνοδό της από την άλλη πλευρά. Κάτι που μεγάλωσε ακόμη περισσότερο τη δυσφορία του κόμη ήταν ότι τρεις από τους Κυκλωπιανούς φρουρούς του Όμπρεϊ στέκονταν ακριβώς πίσω από τους καθισμένους ευγενείς. Ο Γκάχρις πρόσεξε ότι ο ένας ήταν οπλισμένος με βαλλίστρα, κάτι ασυνήθιστο για τους Κυκλωπιανούς. Επειδή είχαν μόνο ένα μάτι, διέθεταν πολύ περιορισμένη αντίληψη της προοπτικής, με αποτέλεσμα να μην τα καταφέρνουν καλά με τα όπλα που ρίχνουν σε απόσταση. Αυτός ο Κυκλωπιανός όμως κρατούσε τη βαλλίστρα με άνεση, και ο Γκάχρις πρόσεξε ότι πάνω στον κεντρικό άξονα του όπλου υπήρχε μια περίεργη διάταξη με αντικριστούς καθρέφτες υπό γωνία.