Όπως ήταν φυσικό, ο πανύψηλος άντρας πήγε να ορμήσει, αλλά ο Όλιβερ τον πρόλαβε, μόνο που αντί να παραμερίσει για να αποφύγει την επίθεσή του, όρμησε κι αυτός ίσια μπροστά χαμηλώνοντας το κεφάλι, και έδωσε στον άλλο, ανάμεσα στα πόδια, μια κεφαλιά που τον έκανε να σταματήσει επιτόπου.
Ο άντρας, που είχε αλληθωρίσει από το χτύπημα, άπλωσε τα τρεμάμενα χέρια του κι έπιασε τα ισοπεδωμένα γεννητικά του όργανα.
«Τώρα δεν σκέφτεσαι κυρίες, ε;» τον πείραξε ο Όλιβερ.
Ο άντρας βόγγηξε και σωριάστηκε κάτω, ενώ ο Όλιβερ παραμέριζε για να μην πέσει πάνω του. Αμέσως όμως πήρε τη θέση του κάποιος από τους φίλους του τραβώντας ένα στιλέτο. Τη στιγμή που το κατέβαζε στο κεφάλι του Όλιβερ, ο Λούθιεν το σταμάτησε με το ξίφος του και του το παραμέρισε. Την ίδια στιγμή ο νέος τον χτύπησε δυνατά με το ελεύθερο χέρι του, ένα ντιρέκτ που έλιωσε τη μύτη του άλλου και τον σώριασε στο πάτωμα.
«Άου!» φώναξε ο Λούθιεν κουνώντας πάνω-κάτω το πονεμένο χέρι του.
«Α, δεν θυμάμαι αν σου έχω συστήσει τον φίλο μου», είπε ο Όλιβερ στον πεσμένο αντίπαλο.
Ο τρίτος της παρέας βγήκε μπροστά κρατώντας επίσης στιλέτο, και ο Λούθιεν σταμάτησε να κουνά το χέρι κι ετοίμασε το ξίφος του για να τον αντιμετωπίσει. Τον παραμέρισε όμως ο Όλιβερ τραβώντας το ξίφος και το μεν-γκος.
Ο κόσμος τραβήχτηκε πίσω, ενώ ο Λούθιεν πρόσεξε ότι οι Πραιτωριανοί παρακολουθούσαν με μεγάλο ενδιαφέρον. Ο Λούθιεν κατάλαβε ότι αν ο Όλιβερ σκότωνε ή τραυμάτιζε σοβαρά τον αντίπαλό του, μάλλον θα τον έπιαναν επιτόπου.
Ακούστηκε ένα ομαδικό επιφώνημα καθώς ο άντρας όρμησε με το στιλέτο, αλλά ο Όλιβερ το απέφυγε εύκολα, παραμέρισε και, αστραπιαία, χτύπησε τον άλλο στον πισινό με το πλάι του ξίφους. Ο πεισματάρης κακοποιός όρμησε ξανά, αλλά και πάλι ο Όλιβερ παραμέρισε και τον χτύπησε από πίσω.
Ο άντρας που είχε χτυπήσει ο Λούθιεν είχε αρχίσει να σηκώνεται πάλι, και ο νεαρός ήταν έτοιμος να τρέξει για να τον αντιμετωπίσει, αλλά τον πρόλαβε η γυναίκα την οποία είχε γοητεύσει ο Όλιβερ με τις κολακείες του. Έβγαλε το ένα παπούτσι της και το κράτησε προστατευτικά μπροστά της, όλα αυτά με πολύ καθώς πρέπει κινήσεις πραγματικής κυρίας. Μετά το πρόσωπό της πήρε μια άγρια έκφραση και άρχισε να κλοτσάει απανωτά τον άντρα στο πρόσωπο με το γυμνό της πόδι, τόσο δυνατά, ώστε αυτός σωριάστηκε πάλι κάτω σφαδάζοντας και προσπαθώντας να αποφυγει τα χτυπήματα.
Το θέαμα προκάλεσε ζητωκραυγές από τους θεατές.
Ο Όλιβερ συνέχισε το παιχνίδι με τον αντίπαλό του μερικές στιγμές ακόμη και μετά εξαπέλυσε ξαφνικά μια επίθεση εκπληκτικής δεξιοτεχνίας, με τις λεπίδες να χορεύουν από δω κι από κει, να διασταυρώνονται υπνωτικά και να βουίζουν καθώς έκοβαν τον αέρα. Ένα βήμα μπροστά και μια προβολή, και το στιλέτο του άλλου μπλοκαρίστηκε από το μεν-γκος. Μια ξαφνική κίνηση του καρπού, και ο Όλιβερ του πέταξε το όπλο από το χέρι.
Ο χάφλινγκ έκανε πίσω και χαμήλωσε τα όπλα του κοιτάζοντας πότε τον κατάπληκτο κακοποιό, πότε το πεσμένο στιλέτο.
«Αρκετά!» φώναξε ξαφνικά, επιβάλλοντας σιωπή στον κόσμο που φώναζε και ζητωκραύγαζε.
«Σκέφτεσαι ότι μπορείς να ξαναπιάσεις το στιλέτο», συνέχισε, κοιτάζοντας τον αντίπαλό του στα μάτια. «Ίσως να μπορείς». Ο χάφλινγκ χτύπησε το μπορ του καπέλου του με τη λάμα του ξίφους. «Σε προειδοποιώ όμως ότι την επόμενη φορά δεν θα σε αφοπλίσω απλώς, θα σου κόψω το χέρι!».
Ο άλλος, αφού κοίταξε το στιλέτο για μια τελευταία φορά, σηκώθηκε και βγήκε τρέχοντας από την ταβέρνα προκαλώντας γέλια στους θαμώνες. Ο Όλιβερ υποκλίθηκε ευγενικά μετά την παράσταση, έβαλε τα όπλα στις θήκες τους και προσπέρασε αγέρωχος τον πρώτο από τους αντιπάλους του, που ήταν ακόμη πεσμένος κάτω και βογγούσε κρατώντας τους βουβώνες του.
Ο κόσμος άρχισε να σκορπίζει, αλλά πολλοί, ιδιαίτερα οι νάνοι, πλησίασαν τον τολμηρό και καλοντυμένο χάφλινγκ και τον χτύπησαν επαινετικά στην πλάτη. Ο Όλιβερ δέχτηκε τον θαυμασμό τους με ένα πλατύ χαμόγελο.
«Δεν έχει ούτε πέντε λεπτά που γύρισε και άρχισε κιόλας τις φασαρίες!» είπε ο Τάσμαν όταν ο Όλιβερ και ο Λούθιεν κάθισαν πάλι στο μπαρ. Ο Λούθιεν όμως είχε την αίσθηση ότι ο μπάρμαν δεν παραπονιόταν στα σοβαρά.
«Μα, αγαπητέ μου κύριε», απάντησε ο Όλιβερ με πληγωμένο ύφος, «έπρεπε να υπερασπιστώ την τιμή της κυρίας!».
«Ναι», συμφώνησε ο Τάσμαν. «Μιας κυρίας με ιδιαίτερα μεγάλα… αγκάθια».
«Ω!» φώναξε δραματικά ο χάφλινγκ. «Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο με πληγώνεις!»
Ο Όλιβερ είχε αρχίσει να γελά πάλι, ενώ ο Λούθιεν παρακολουθούσε με ανοιχτό το στόμα, άναυδος με όλα όσα είχαν συμβεί.
«Θα μάθεις πολλά», του είπε ο Όλιβερ.
Το παλληκάρι δεν ήταν σίγουρο αν αυτό ήταν πρόβλεψη ή απειλή.