Выбрать главу

14

Η πρώτη δουλειά

Ο Λούθιεν σκεφτόταν ότι “Τάινι Άλκοουβ” είναι το πιο γελοίο όνομα δρόμου που είχε ακούσει ποτέ, όταν ο Όλιβερ, οδηγώντας τον μέσα από φτωχικούς δρόμους με ετοιμόρροπα, ξύλινα κτίρια, έστριψε μια γωνία και του είπε ότι έφτασαν. Η Τάινι Άλκοουβ ήταν περισσότερο στενάκι παρά δρόμος, μόλις δυόμισι μέτρα πλάτος, σκοτεινιασμένο από τις σκιές ψηλών κτιρίων των οποίων η κύρια είσοδος βρισκόταν σε άλλες, ευπρεπέστερες οδούς.

Οι δυο τους περπατούσαν μέσα στο σκοτάδι της αφέγγαρης νύχτας δρασκελίζοντας με προσοχή τα σώματα των μεθυσμένων που δεν είχαν κατορθώσει να φτάσουν στο σπίτι τους ή που δεν είχαν καν σπίτι. Ένα φανάρι έκαιγε στον δρόμο πάνω από κάποιο σπασμένο κιγκλίδωμα, πίσω από το οποίο διακρινόταν μια παλιά σκάλα που κατέβαινε σε μια σιδερένια πόρτα. Καθώς περνούσαν, ο Λούθιεν πρόσεξε ότι μέσα υπήρχε φως, και ότι μπορούσε να ξεχωρίσει σκιές ανθρώπων που κινούνταν μέσα στο κτίριο.

«Η συντεχνία των κλεφτών», του εξήγησε ψιθυριστά ο Όλιβερ.

«Είσαι κι εσύ μέλος;» ρώτησε ο Λούθιεν θεωρώντας απόλυτα λογική την ερώτηση, αλλά το βλέμμα που του έριξε ο Όλιβερ έδειξε ότι εκείνος δεν συμφωνούσε καθόλου με αυτήν τη λογική.

«Εγώ;» ρώτησε ο χάφλινγκ με αυτοκρατορικό ύφος, πριν γελάσει και συνεχίσει τον δρόμο του, βγαίνοντας από το φωτισμένο μέρος και μπαίνοντας πάλι στις σκιές.

Ο Λούθιεν τον πρόλαβε τέσσερις πόρτες πιο κάτω, όπου άλλη μια πέτρινη σκάλα κατέβαινε σε ένα στενό αλλά μακρύ κεφαλόσκαλο και μια ξύλινη πόρτα. Ο Όλιβερ σταμάτησε εκεί για αρκετή ώρα και κοίταζε εξεταστικά γύρω του χαϊδεύοντας το περιποιημένο γενάκι του.

«Αυτό ήταν το σπίτι μου», ψιθύρισε με την άκρη των χειλιών του.

Ο Λούθιεν δεν απάντησε, επηρεασμένος από την παράξενη στάση του φίλου του. Ο Όλιβερ φαινόταν διστακτικός, σχεδόν φοβισμένος.

«Δεν μπορούμε να μπούμε μέσα», δήλωσε ο χάφλινγκ.

«“Πρέπει να μάθω να τα καταλαβαίνω αυτά τα πράγματα;”» ρώτησε ο Λούθιεν και ο Όλιβερ χαμογέλασε στρεφόμενος σαν να ετοιμαζόταν να φύγει. Ξαφνικά όμως σταμάτησε κάνοντας μια στράκα με τα δάχτυλά του. Έβγαλε το μεν-γκος και το εκτόξευσε. Το στιλέτο καρφώθηκε στην πόρτα με έναν δυνατό κρότο και έμεινε εκεί τρέμοντας.

Ο Λούθιεν πήγε να τον ρωτήσει γιατί το έκανε αυτό, αλλά σταμάτησε καθώς ακούστηκαν καμιά δεκαριά απανωτοί μεταλλικοί ήχοι σαν από σίδερο που χτυπάει σε πέτρα, ακολουθούμενοι από ένα ξαφνικό σφύριγμα. Γύρισε προς την πόρτα και έκανε ένα βήμα πίσω καθώς είδε κάμποσα μικρά βέλη από βαλλίστρα να εξοστρακίζονται εδώ κι εκεί πάνω στα πέτρινα σκαλιά. Πάνω στο πλατύσκαλο άναψε ξαφνικά μια φωτιά και, καθώς ο Λούθιεν κοίταζε άναυδος, μια τεράστια πέτρα γλίστρησε από κάπου ψηλά πάνω από την πόρτα για να πέσει με έναν δυνατό βρόντο στις φλόγες.

Αμέσως ύστερα η φωτιά χάθηκε ξαφνικά, λες και ένας γίγαντας φύσηξε πάνω από τη σκάλα και την έσβησε σαν κερί.

«Τώρα μπορούμε να κατεβούμε», είπε ο Όλιβερ γαντζώνοντας τους αντίχειρες στη φαρδιά ζώνη του. «Πρόσεξε όμως πού πατάς, τα βέλη μάλλον ήταν δηλητηριασμένα».

«Κάποιος δεν σε συμπαθεί καθόλου», είπε ο κατάπληκτος Λούθιεν ακολουθώντας αργά τον φίλο του.

Ο Όλιβερ έπιασε τη λαβή του μεν-γκος και τράβηξε με δύναμη, αλλά το στιλέτο δεν έλεγε να ξεκαρφωθεί από το ξύλο. «…Επειδή δεν έχουν γνωρίσει την τόσο γοητευτική μου προσωπικότητα!» εξήγησε. Στάθηκε με τα χέρια στη μέση και κοίταξε την πόρτα όπως θα κοίταζε έναν ξεροκέφαλο εχθρό.

«Κρίμα που δεν έχεις πια το μεν-γκος», είπε πίσω του ο Λούθιεν βλέποντας το πρόβλημά του. «Θα μπορούσες να αφοπλίσεις την πόρτα».

Ο Όλιβερ γύρισε και του έριξε ένα άγριο βλέμμα. Ο νεαρός άπλωσε το χέρι πάνω από τον χάφλινγκ για να πιάσει το καρφωμένο στιλέτο, αλλά ο Όλιβερ του το παραμέρισε. Πριν προλάβει να διαμαρτυρηθεί ο Λούθιεν, ο Όλιβερ πήδησε ψηλά, άρπαξε τη λαβή του μεν-γκος και με τα δύο χέρια, και πάτησε με τα πόδια του δεξιά και αριστερά του, πάνω στην πόρτα.

Με ένα δυνατό τράβηγμα το στιλέτο ελευθερώθηκε, και ο Όλιβερ μαζί με το καπέλο του εκτοξεύτηκε προς τα πίσω. Αμέσως όμως έκανε μια ανάποδη τούμπα στον αέρα και προσγειώθηκε στα πόδια του. Μετά σήκωσε το καπέλο του ενώ ταυτόχρονα έβαζε το μεν-γκος στη θήκη.

«…Την τόσο γοητευτική μου προσωπικότητα!» επανέλαβε, πολύ ευχαριστημένος με τον εαυτό του, ενώ ο Λούθιεν, αν και δεν ήθελε να το παραδεχτεί, είχε εντυπωσιαστεί.

Ο χάφλινγκ έκανε μια υπόκλιση δείχνοντας στον Λούθιεν την πόρτα και κάνοντάς του νόημα να περάσει πρώτος. Ο νεαρός Μπέντγουιρ κόντεψε να την πάθει αφού, κάνοντας μια παρόμοια υπόκλιση, πήγε προς την πόρτα. Άπλωσε το χέρι για να πιάσει το πόμολο, αλλά αμέσως σταμάτησε και κοίταξε τον Όλιβερ.

«Παρακαλώ! Το σπίτι ήταν δικό σου», είπε παραμερίζοντας.