Ο Όλιβερ έριξε τον μανδύα πίσω από τους ώμους του και προχώρησε αποφασιστικά για να σταθεί δίπλα στον Λούθιεν. Πήρε μια βαθιά ανάσα και άνοιξε την πόρτα. Αμέσως τους ήρθε μια μυρωδιά καμένου και, μολονότι ήταν πολύ σκοτεινά, είδαν ότι το εσωτερικό μέρος της πόρτας ήταν μαυρισμένο. Ο Όλιβερ ξεφύσηξε θυμωμένα κάνοντας ένα διστακτικό βήμα προς το κατώφλι, μετά όμως τράβηξε αμέσως πίσω το πόδι του.
Ένα τεράστιο, δίκοπο αντικείμενο σαν εκκρεμές πέρασε από μπροστά του, σύρριζα στο κούφωμα της πόρτας. Συνέχισε να ταλαντεύεται δεξιά-αριστερά κάμποσες φορές, με το δοκάρι από το οποίο κρεμόταν να τρίζει από το βάρος του, μέχρι που τελικά σταμάτησε ακριβώς στη μέση της πόρτας.
«Κάποιος δεν σε συμπαθεί καθόλου μα καθόλου», είπε πάλι ο Λούθιεν.
«Λάθος», απάντησε ο Όλιβερ χαμογελώντας με πονηρό ύφος στον νεαρό. «Αυτή η παγίδα ήταν δική μου!» Τον χαιρέτησε αγγίζοντας το μπορ του καπέλου του και πέρασε με προσοχή δίπλα από το εκκρεμές.
Ο Λούθιεν χαμογέλασε καθώς πήγαινε να τον ακολουθήσει, σταμάτησε όμως όταν συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί. Ο Όλιβερ του είχε πει να προχωρήσει πρώτος ενώ, προφανώς, ήξερε για την παγίδα με το εκκρεμές! Ο Λούθιεν μπήκε στο σπίτι μουρμουρίζοντας θυμωμένος.
Ο Όλιβερ ήταν κάπου στα αριστερά και προσπαθούσε να ανάψει μια λάμπα. Της έβαλε πετρέλαιο και τελικά κατάφερε να την ανάψει, αν και το γυαλί της ήταν σπασμένο και η ίδια η λάμπα ήταν στραβωμένη και μαυρισμένη από τη φωτιά.
Κάτι πολύ ισχυρό είχε χτυπήσει το σπίτι. Όλα τα έπιπλα ήταν σπασμένα και μαυρισμένα, ενώ τα στρώματα και τα χαλιά είχαν μετατραπεί σε άχρηστα κουρέλια από τη φωτιά. Η βαριά μυρωδιά του καπνού είχε ποτίσει τα πάντα μέσα στον κλειστό χώρο.
«Μαγική βολίδα», εξήγησε ο Όλιβερ σαν να είχε καταλάβει την απορία του. «Ή, κοκτέιλ των ξωτικών».
«Κοκτέιλ των ξωτικών;»
«Ένα μπουκάλι με ισχυρά έλαια», του εξήγησε ο χάφλινγκ κλοτσώντας τα υπολείμματα μιας καρέκλας. «Και ένα αναμμένο κουρέλι από πάνω. Πολύ αποτελεσματικό».
Ο Όλιβερ έδειχνε να αντιμετωπίζει πολύ ήρεμα την κατάσταση. Αν και το φως από τη μισοκατεστραμμένη λάμπα ήταν αμυδρό, ο Λούθιεν έβλεπε καθαρά ότι δεν είχε απομείνει τίποτα από το αρχικό περιεχόμενο του σπιτιού και, επίσης, δεν διέφυγε της προσοχής του ότι κάποια από τα αντικείμενα ήταν αρκετά πολύτιμα.
«Δεν θα μπορέσουμε να κοιμηθούμε και πολύ απόψε», είπε ο Όλιβερ. Άνοιξε έναν από τους σάκους της σέλας που είχε φέρει μαζί του και έβγαλε μερικά απλά και φτηνά ρούχα.
«Εννοείς ότι θα αρχίσουμε να καθαρίζουμε τώρα, αμέσως;» ρώτησε ο Λούθιεν.
«Δεν θέλω να κοιμηθώ έξω στον δρόμο», απάντησε με ύφος πραγματιστή ο Όλιβερ. Και έτσι στρώθηκαν στη δουλειά.
Τους πήρε δύο μέρες σκληρής δουλειάς για να καθαρίσουν τα χαλάσματα και να αερίσουν τον χώρο. Κατά διαστήματα πήγαιναν στο Ντουέλφ για να φάνε και στους στάβλους για να δουν τα άλογά τους. Όταν γύριζαν στο σπίτι έβρισκαν κάθε φορά παιδιά να τριγυρίζουν έξω και μέσα στο ανοιχτό σπίτι, χαμίνια του δρόμου, πεινασμένα και βρόμικα. Και ο Λούθιεν πρόσεξε ότι ο Όλιβερ έφερνε πάντα ένα μεγάλο μέρος από το φαγητό του για να το δώσει στα παιδιά.
Το δεύτερο βράδυ ο Τάσμαν τους πρόσφερε στο Ντουέλφ ένα μέρος για να πλυθούν — και τους χρειαζόταν οπωσδήποτε ένα μπάνιο. Μετά, ο Όλιβερ και ο Λούθιεν αφού φόρεσαν πάλι τα κανονικά τους ρούχα, γύρισαν στο μέρος που τώρα μπορούσαν να χαρακτηρίζουν σπίτι τους.
Δεν ήταν παρά ένας χώρος με γυμνούς τοίχους και τραχύ, ξύλινο πάτωμα. Τουλάχιστον ο Όλιβερ είχε αγοράσει μια καινούρια λάμπα, είχαν φέρει επίσης από τον στάβλο τούς υπνοσάκους τους.
«Αύριο βράδυ θα αρχίσουμε να το επιπλώνουμε», δήλωσε ο Όλιβερ καθώς έπεφτε για ύπνο.
«Πώς πάμε από χρήματα;» ρώτησε ο Λούθιεν, προσέχοντας ότι τα πουγκιά του Όλιβερ είχαν μικρύνει αρκετά.
«Όχι πολύ καλά», παραδέχτηκε ο χάφλινγκ. «Γι’ αυτό πρέπει να αρχίσουμε αύριο βράδυ».
Το παλληκάρι κατάλαβε, και η έκφρασή του έδειξε όλη του την απογοήτευση: ο Όλιβερ δεν είχε σκοπό να αγοράσει τίποτα, θα ζούσαν σαν κλέφτες.
«Πριν αναγκαστώ να φύγω από την πόλη, σχεδίαζα μια διάρρηξη στο σπίτι ενός εμπόρου», είπε ο Όλιβερ. «Είμαι σίγουρος ότι θα έχει ακόμη τους ίδιους φρουρούς και ότι δεν θα έχει μεταφέρει αλλού τα πολύτιμα αντικείμενα».
Ο Λούθιεν συνέχισε να τον ακούει βλοσυρός.
Ο μικρόσωμος άνδρας τον κοίταξε για λίγο, ενώ στα χείλη του σχηματιζόταν ένα λοξό χαμόγελο. «Δεν σου αρέσει αυτή η ζωή», είπε. «Πιστεύεις ότι η κλοπή δεν είναι έντιμο επάγγελμα;
Η ερώτηση φάνηκε γελοία στον Λούθιεν.
»Τι ξέρεις για τη δικαιοσύνη;» ρώτησε ο Όλιβερ.
Ο Λούθιεν σήκωσε τους ώμους με μια έκφραση που έδειχνε ότι η απάντηση είναι προφανής — τουλάχιστον όσον αφορά στις κλοπές. «Είναι παράνομο να παίρνεις την περιουσία κάποιου άλλου», απάντησε.