«Αχά!» έκανε ο χάφλινγκ. «Εδώ έχεις λάθος. Μερικές φορές το να πάρεις την περιουσία κάποιου άλλου είναι παράνομο. Άλλες φορές όμως αυτό θεωρείται απλώς “επιχειρηματική δραστηριότητα”».
«Και αυτό που κάνεις εσύ είναι “επιχειρηματική δραστηριότητα”;» ρώτησε σαρκαστικά ο Λούθιεν.
Ο Όλιβερ γέλασε. «Επιχειρηματική δραστηριότητα είναι αυτό που κάνουν οι έμποροι», απάντησε. «Εγώ απλώς αποκαθιστώ τη δικαιοσύνη. Και μη συγχέεις τον κρατικό νόμο με τη δικαιοσύνη», πρόσθεσε. «Ιδιαίτερα τώρα, στην εποχή του βασιλιά Γκρινσπάροου». Και με αυτά τα λόγια ο χάφλινγκ γύρισε από την άλλη δίνοντας τέλος στη συζήτηση. Ο Λούθιεν έμεινε ξύπνιος για αρκετή ώρα. Σκεφτόταν σοβαρά τα λόγια του Όλιβερ, αλλά εξακολουθούσε να νιώθει άβολα.
Προχωρούσαν πάνω στις στέγες των μεγαλόπρεπων σπιτιών στην άνω πόλη του Μόντφορτ, ο Λούθιεν με τον μανδύα του και ο Όλιβερ με μια εφαρμοστή, μαύρη στολή και την εξάρτηση που του είχε δώσει ο Μπριντ’Αμούρ, ενώ από πάνω φορούσε την μοβ μπέρτα του. Σε όλους τους δρόμους περιπολούσαν Κυκλωπιανοί, κυρίως Πραιτωριανοί Φρουροί, και υπήρχαν επίσης μερικοί σκοποί στις στέγες, αλλά ο Όλιβερ ήξερε καλά την περιοχή και οδηγούσε τον σύντροφό του από ασφαλή μέρη.
Έφτασαν σε έναν χαμηλό τοίχο, τρεις ορόφους πάνω από τον δρόμο. Ο Όλιβερ, αφού έριξε προς τα κάτω μια ματιά, χαμογέλασε πονηρά κάνοντας νόημα στον σύντροφό του να κοιτάξει κι αυτός.
Ο Λούθιεν, νιώθοντας ανυπεράσπιστος και, επιπλέον, νιώθοντας σαν άτακτο παιδί, αφού έριξε μια γρήγορη νευρική ματιά, τράβηξε τον πορφυρό μανδύα πιο ψηλά στους ώμους του.
Ο Όλιβερ έβγαλε την μικρή, ρυτιδωμένη μπάλα από τη θήκη του ώμου, τυλίγοντας το σχοινί στα χέρια του. Κόλλησε την ασυνήθιστη αρπάγη πάνω στον τοίχο και έριξε κάτω το σχοινί.
«Θα ’πρεπε να ’σαι χαρούμενος, φίλε μου», ψιθύρισε στον Λούθιεν. «Απόψε διδάσκεσαι από τον μεγαλύτερο δάσκαλο». Δρασκελίζοντας τον τοίχο, άρχισε να κατεβαίνει αθόρυβα από το σχοινί. Ο Λούθιεν παρακολουθούσε από πάνω καθώς ο χάφλινγκ σταμάτησε μπροστά σε ένα παράθυρο, άνοιξε μια ακόμη θήκη της εξάρτησης κι έβγαλε ένα μικρό εργαλείο που ο Λούθιεν δεν μπόρεσε να διακρίνει τι είναι. Κατάλαβε όμως γρήγορα την χρησιμότητά του όταν ο Όλιβερ, αρμόζοντας το πάνω στο τζάμι, έκοψε έναν μεγάλο κύκλο και αφαίρεσε αθόρυβα το κομμένο γυαλί. Μετά έριξε μια γρήγορη ματιά γύρω του και μπήκε μέσα στο δωμάτιο.
Μόλις ξαναβγήκε έξω το σχοινί, ο Λούθιεν γλίστρησε κι αυτός κάτω και μπήκε στο δωμάτιο.
Ο Όλιβερ κρατούσε ένα μικρό κλεφτοφάναρο που έριχνε μια συγκεντρωμένη, φωτεινή δέσμη. Τα μάτια του Λούθιεν άνοιξαν διάπλατα καθώς ο Όλιβερ φώτιζε γύρω. Αν και ο πατέρας του ήταν κόμης και, μάλιστα, εύπορος με τα κριτήρια του Μπέντγουιντριν, ο Λούθιεν δεν είχε ξαναδεί ποτέ του τέτοια πλούτη! Περίτεχνες ταπισερί κρέμονταν σε όλους τους τοίχους, το πάτωμα ήταν σκεπασμένο με παχιά χαλιά, ενώ όλο το δωμάτιο ήταν γεμάτο από μυριάδες αντικείμενα — βάζα, αγάλματα, διακοσμητικά όπλα, ακόμη και μια πλήρης πανοπλία.
Ο Όλιβερ ακούμπησε το κλεφτοφάναρο στο μοναδικό έπιπλο του δωματίου, ένα τεράστιο, δρύινο γραφείο και έτριψε τα χέρια του. Άρχισε να επιθεωρεί τα αντικείμενα δείχνοντας με νοήματα στον Λούθιεν τι είναι πολύτιμο και τι όχι. Το κόλπο στις διαρρήξεις, του είχε εξηγήσει νωρίτερα ο Όλιβερ, είναι να ξέρεις τι να πάρεις, τόσο για την αξία του όσο και για το μέγεθος του. Δεν μπορείς να τρέχεις στους δρόμους του Μόντφορτ με ένα πλήθος κλεμμένα πράγματα στην αγκαλιά σου!
Μετά από μερικά λεπτά επιθεώρησης, ο Όλιβερ σήκωσε ένα όμορφο βάζο από μπλε πορσελάνη με χρυσά διακοσμητικά σχέδια. Κοίταξε τον Λούθιεν κάνοντάς του ένα νεύμα, αλλά παρευθύς πάγωσε.
Στην αρχή ο Λούθιεν δεν κατάλαβε, μετά όμως άκουσε κι αυτός τα βαριά βήματα στον διάδρομο.
Οι δυο φίλοι έφτασαν στο παράθυρο μαζί, μα ο Λούθιεν πάτησε άθελά του το στρογγυλό, κομμένο τζάμι που είχε αφήσει ο Όλιβερ πιο δίπλα. Πάγωσαν πάλι και οι δύο ακούγοντας τον ήχο από το γυαλί που έσπαζε και κοίταξαν νευρικά την πόρτα. Ο Όλιβερ, κρατώντας ακόμη το βάζο κάτω από τη μασχάλη του, βγήκε έξω, κρεμάστηκε από το σχοινί και μετατοπίστηκε στο πλάι για να μη φαίνεται από το παράθυρο.
Ο Λούθιεν δεν προλάβαινε να κάνει τίποτα. Κοίταξε την πόρτα και είδε το χερούλι να γυρίζει — και μόνο τότε θυμήθηκε ότι το κλεφτοφάναρο ήταν ακόμη ακουμπισμένο πάνω στο γραφείο! Το έφτασε με ένα άλμα και το έσβησε, κολλώντας μετά στον τοίχο και μένοντας εντελώς ακίνητος καθώς πλησίαζαν στο δωμάτιο δύο Κυκλωπιανοί.
Οι μονόφθαλμοι μύρισαν τον αέρα καθώς έμπαιναν μέσα και κοίταξαν με περιέργεια γύρω τους. Ο Λούθιεν διατηρούσε κάποια ελπίδα ότι δεν θα μύριζαν το σβησμένο φυτίλι, αφού κρατούσαν και οι ίδιοι αναμμένη λάμπα. Ο ένας ήλθε και κάθισε στο γραφείο, μόλις ένα μέτρο απόσταση από τον Λούθιεν.