Εκείνος κρατούσε την ανάσα του. Έφερε το χέρι στη λαβή του ξίφους του και κόντεψε να το τραβήξει όταν ο Κυκλωπιανός γύρισε προς το μέρος του.
Δεν το τράβηξε όμως, γιατί ο φρουρός, αν και τον κοίταζε, έμοιαζε να μην τον βλέπει.
«Μου αρέσουν πολύ οι παραστάσεις με νίκες των Κυκλωπιανών!» είπε γελώντας στον φίλο του, ενώ ο Λούθιεν συνειδητοποιούσε ότι στεκόταν μπροστά σε μια ταπισερί που απεικόνιζε κάποια τέτοια σκηνή. Ο κτηνάνθρωπος συνέχισε να την κοιτάζει, αλλά και πάλι δεν έδειξε να προσέχει τίποτα το παράξενο.
«Έλα, πάμε», είπε ο άλλος Κυκλωπιανός μια στιγμή αργότερα. «Δεν είναι κανείς εδώ. Λάθος άκουσες».
Ο μονόφθαλμος που καθόταν στο γραφείο σήκωσε τους ώμους και ανορθώθηκε. Ετοιμαζόταν να φύγει, όταν έριξε μια τελευταία ματιά ακινητώντας ξαφνικά.
Κοιτάζοντας κάτω από την κουκούλα του μανδύα ο Λούθιεν κατάλαβε ότι ο φρουρός είχε δει το σπασμένο τζάμι. Αμέσως χτύπησε δυνατά τον άλλο φρουρό στον ώμο κι έτρεξαν και οι δύο στο παράθυρο.
«Στη στέγη!» φώναξε ο ένας, γέρνοντας έξω και κοιτάζοντας προς τα πάνω.
Ο Λούθιεν έπιασε πάλι το ξίφος του, αλλά το ένστικτο τού έλεγε να συγκρατηθεί, έτσι ώστε να αποφύγει με κάθε θυσία μια συμπλοκή.
Όταν οι Κυκλωπιανοί βγήκαν τρέχοντας από το δωμάτιο, ο Λούθιεν πλησίασε στο παράθυρο — από όπου ξαναμπήκε μέσα ξαφνικά ο Όλιβερ. Στράφηκε, τράβηξε τρεις φορές απανωτά το σχοινί και μετά μάζεψε τη μαγική αρπάγη. Πήγε να την κολλήσει στο παράθυρο για να γλιστρήσουν κάτω στον δρόμο, αλλά σταμάτησε ακούγοντας πάλι βήματα να πλησιάζουν.
«Δεν προλαβαίνουμε», είπε ο Λούθιεν πιάνοντας το χέρι του Όλιβερ.
«…Και σιχαίνομαι τις συμπλοκές», απάντησε ο Όλιβερ ψύχραιμος όπως πάντα.
Ο Λούθιεν πήγε πάλι στον τοίχο τραβώντας τον Όλιβερ κοντά του. Κόλλησε με την πλάτη πάνω στην ταπισερί και άνοιξε τον μανδύα, κάνοντας νόημα στον μικρόσωμο φίλο του να κρυφτεί κι αυτός από κάτω. Ο Όλιβερ δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, αφού η πόρτα είχε αρχίσει ήδη να ανοίγει.
Ο Λούθιεν κρυφοκοίταζε κάτω από την κουκούλα και ο Όλιβερ μέσα από ένα μικροσκοπικό άνοιγμα στις πτυχές του μανδύα. Είδαν να μπαίνει στο δωμάτιο ένας αδύνατος άνδρας με νυχτικό και σκούφο, προφανώς ο έμπορος, και κάμποσοι Κυκλωπιανοί ακόμη, όλοι με λάμπες στα χέρια.
«Να πάρει!» φώναξε ο έμπορος όταν κοίταξε γύρω και είδε τη λάμπα πάνω στο γραφείο, το σπασμένο παράθυρο και το άδειο βάθρο όπου ήταν ακουμπισμένο το βάζο. Πήγε αμέσως στο γραφείο, έβγαλε ένα κλειδί και, όταν άνοιξε το πάνω συρτάρι, έβγαλε έναν στεναγμό ανακούφισης.
«Εντάξει», είπε, ενώ ο τόνος του είχε αλλάξει. «Τουλάχιστον πήραν μόνο εκείνο το φτηνό βάζο.
Ο Λούθιεν κοίταξε μέσα στον μανδύα τον Όλιβερ, ο οποίος του αντιγύρισε το βλέμμα σηκώνοντας τους ώμους.
»Δεν πήραν το άγαλμα», συνέχισε ο έμπορος φανερά ανακουφισμένος, δείχνοντας πάνω στο γραφείο ένα αγαλματάκι που εικόνιζε έναν φτερωτό άνθρωπο. Έβαλε το χέρι του μέσα στο συρτάρι, όπου οι δυο φίλοι άκουσαν ήχο από μέταλλο. «Ούτε αυτά». Ο έμπορος έκλεισε το συρτάρι και το κλείδωσε.
«Ψάξτε την περιοχή», διέταξε τους Κυκλωπιανούς, «και αναφέρετε την κλοπή στις περιπόλους!» Κοίταξε πάνω από τον ώμο του και σκυθρώπιασε. Οι δυο φίλοι κράτησαν την ανάσα τους, σίγουροι ότι τους είχε δει. «Και, αύριο, φράξτε τα παράθυρα!» πρόσθεσε θυμωμένος ο έμπορος.
Έφυγε παίρνοντας τους Κυκλωπιανούς μαζί του και κλειδώνοντας πολύ εξυπηρετικά την πόρτα πίσω του.
Ο Όλιβερ βγήκε κάτω από τον μανδύα τρίβοντας άπληστα τα χέρια του. Πήγε κατευθείαν στο γραφείο — ο έμπορος είχε αφήσει τη λάμπα πάνω του.
«Το συρτάρι είναι κλειδωμένο», ψιθύρισε ο Λούθιεν πλησιάζοντας καθώς ο σύντροφός του έψαχνε σε μια άλλη θήκη της εξάρτησης. Ο χάφλινγκ έβγαλε μερικά εργαλεία και τα άπλωσε πάνω στο γραφείο.
«Μπορεί και να κάνεις λάθος!» δήλωσε μια στιγμή αργότερα, κοιτάζοντας περήφανα τον Λούθιεν καθώς άνοιγε το συρτάρι. Μέσα υπήρχαν ένα σωρό κοσμήματα: περιδέραια και βραχιόλια με πολύτιμα πετράδια και, επίσης, κάμποσα χρυσά δαχτυλίδια. Ο Όλιβερ άδειασε αστραπιαία το περιεχόμενο βάζοντας τα πάντα σε έναν μικρό σάκο, που τον ξετρύπωσε από μία ακόμη θήκη της εκπληκτικής εξάρτησης. Ο χάφλινγκ είχε αρχίσει να αντιλαμβάνεται πια καλά την αξία του δώρου που του είχε κάνει ο Μπριντ’Αμούρ.
«Πήγαινε πάρε το αγαλματάκι», είπε στον Λούθιεν, ενώ αυτός πλησίαζε στο βάθρο και άφηνε πάλι το βάζο στη θέση του.
Περίμεναν δίπλα στο παράθυρο μισή νύχτα, μέχρι που έπαψε ο θόρυβος από τους Κυκλωπιανούς φρουρούς που έτρεχαν στους δρόμους. Μετά, αφού ο Λούθιεν πέταξε εύκολα την αρπάγη στη στέγη, το ’σκασαν από το μέγαρο.