Выбрать главу

Ο φωτισμός μέσα στο δωμάτιο ήταν αμυδρός, γι’ αυτό οι δυο φίλοι δεν πρόσεξαν το σημαντικότερο ίχνος που είχαν αφήσει. Το πρόσεξε όμως ο έμπορος, ο οποίος άρχισε να βλαστημάει και να θρηνεί όταν ξαναμπήκε την άλλη μέρα για να ανακαλύψει ότι του είχαν κλέψει τα πιο πολύτιμα αντικείμενά του. Μέσα στον θυμό του, άρπαξε το βάζο που του είχε επιστρέψει ο Όλιβερ και το πέταξε στην άλλη άκρη του δωματίου, σπάζοντάς το πάνω στον τοίχο δίπλα στο γραφείο. Τότε σταμάτησε ξαφνικά τις φωνές και κοίταξε απορημένος την εικόνα στον τοίχο.

Πάνω στην ταπισερί, εκεί όπου είχε κρυφτεί την πρώτη φορά ο Λούθιεν, φαινόταν η σιλουέτα ενός άνδρα με μανδύα, μια σκιά με πορφυρό χρώμα που, κατά κάποιον ακατανόητο τρόπο, είχε αποτυπωθεί ανεξίτηλα πάνω στις εικόνες. Όσο κι αν έπλυναν την ταπισερί, δεν κατάφεραν να βγάλουν την παράξενη σκιά. Και ο μάγος, που τον προσέλαβε αργότερα ο έμπορος, απέμεινε να την κοιτάζει ανήμπορος μετά από κάμποσες μάταιες προσπάθειες να την αφαιρέσει.

Η πορφυρή σκιά δεν έσβησε ποτέ.

15

Το γράμμα

Ο Λούθιεν βολεύτηκε στην άνετη πολυθρόνα του βάζοντας τα ξυπόλυτα πόδια του πάνω στο πυκνό μαλλί ενός πανάκριβου χαλιού. Κούνησε τους ώμους του, έχωσε τα δάχτυλα των ποδιών μέσα στο μαλακό πέλος και χασμουρήθηκε βαθιά. Είχαν γυρίσει με τον Όλιβερ λίγο πριν τα χαράματα από την τρίτη “εκδρομή” που έκαναν εκείνη τη εβδομάδα στα σπίτια των εμπόρων στην άνω πόλη, ενώ δεν είχε κοιμηθεί και πολύ καλά, καθώς τον ξύπνησαν λίγο μετά τα χαράματα τα βροντερά ροχαλητά του μικρόσωμου συντρόφου του. Ο Λούθιεν όμως τον εκδικήθηκε βάζοντάς του το γυμνό πόδι μέσα σε έναν κουβά με κρύο νερό. Το επόμενο χασμουρητό του μετατράπηκε σε χαμόγελο καθώς θυμήθηκε τις φωνές και τις βρισιές του φίλου του.

Τώρα ο Λούθιεν ήταν μόνος στο διαμέρισμα. Ο Όλιβερ είχε βγει σήμερα για να βρει αγοραστή για ένα βάζο που είχαν κλέψει πριν από τρεις μέρες. Το βάζο ήταν πολύ όμορφο, σκούρο μπλε με χρυσά στίγματα, και ο Όλιβερ ήθελε να το κρατήσει. Όμως ο Λούθιεν κατάφερε να του αλλάξει γνώμη θυμίζοντάς του ότι πλησιάζει ο χειμώνας και ότι θα χρειαστούν πολλά εφόδια για να ζήσουν άνετα.

Άνετα… Η λέξη αυτή του φάνηκε παράξενη. Βρισκόταν στο Μόντφορτ λίγο πάνω από τρεις βδομάδες, έχοντας φτάσει στην πόλη χωρίς να έχει τίποτα σχεδόν πέρα από τον Ριβερντάνσερ. Είχαν μπει σε μια καμένη τρύπα στον δρόμο, που ο Όλιβερ την ονόμαζε διαμέρισμα και, μετά από μια-δυο μέρες που έμειναν μέσα στην αποπνικτική μυρωδιά του καπνού, ο Λούθιεν είχε αρχίσει να σκέφτεται σοβαρά να φύγει από εκεί και από το Μόντφορτ. Τώρα, κοιτάζοντας γύρω του τις ταπισερί στους τοίχους, τα πολυτελή χαλιά στο δάπεδο, το δρύινο γραφείο και τα άλλα θαυμάσια έπιπλα, σχεδόν δεν μπορούσε να πιστέψει ότι είναι το ίδιο σπίτι.

Τα είχαν πάει καλά αυτό το διάστημα, χτυπώντας απανωτά σε σπίτια πλούσιων εμπόρων. Και αυτά ήταν τα λάφυρα των επιδρομών τους, αντικείμενα που είτε τα είχαν κλέψει απευθείας οι ίδιοι είτε τα είχαν αποκτήσει κάνοντας ανταλλαγές με τους πολλούς κλεπταποδόχους που σύχναζαν στο Τάινι Άλκοουβ.

Το χαμόγελο του Λούθιεν μετατράπηκε σε συνοφρύωμα. Όσο σκεφτόταν το άμεσο παρόν ή το πρόσφατο παρελθόν, μπορούσε να διατηρήσει αυτό το χαμόγελο, αναπόφευκτα όμως ο νεαρός Μπέντγουιρ έπρεπε να σκεφτεί και το πιο μακρινό παρελθόν ή το απώτερο μέλλον. Μπορεί να απολάμβανε τις ανέσεις του διαμερίσματος, αλλά δεν ήταν περήφανος για τον τρόπο με τον οποίο τις είχαν αποκτήσει. Ήταν ο Λούθιεν Μπέντγουιρ, γιος του κόμη του Μπέντγουιντριν και πρωταθλητής της αρένας!

Όχι, σκέφτηκε. Τώρα ήταν απλώς ο Λούθιεν, ο κλέφτης με τον πορφυρό μανδύα.

Αναστέναξε και σκέφτηκε την εποχή που ήταν εντελώς αθώος. Νοσταλγούσε την άγνοια της παλιάς, προστατευμένης ζωής του, την εποχή που η μεγαλύτερη ανησυχία του ήταν μήπως σκιστεί το δίχτυ του στο ψάρεμα. Το μέλλον τού φαινόταν βέβαιο τότε.

Τώρα δεν άντεχε καν να σκέφτεται το μέλλον. Μπορεί να τον σκότωναν μέσα στο σπίτι κάποιου εμπόρου. Μπορεί η συντεχνία των κλεφτών, που έδρευε λίγο πιο κάτω στον ίδιο δρόμο, να μπούχτιζε με τα καμώματα των δύο ανεξάρτητων συντρόφων ή να άρχιζε να ζηλεύει τη φήμη τους. Μπορεί να τους ανάγκαζαν να φύγουν από το Μόντφορτ, με αποτέλεσμα να βρεθούν στον δρόμο μέσα στον σκληρό χειμώνα. Ο Όλιβερ είχε δεχθεί να πουλήσει το βάζο επειδή του φάνηκε συνετό να αγοράσουν κάποια αποθέματα για τον χειμώνα — όμως ο Λούθιεν ήξερε ότι πολλά από τα εφόδια που θα αγόραζε ο φίλος του προορίζονταν για την περίπτωση που θα αναγκάζονταν να φύγουν από την πόλη και να ζήσουν στο δρόμο.

Ένα ξέσπασμα ενεργητικότητας έκανε τον προβληματισμένο Λούθιεν να πεταχτεί από τη θέση του. Πήγε και κάθισε στην καρέκλα μπροστά στο δρύινο γραφείο και έστρωσε την περγαμηνή που ήταν απλωμένη πάνω του.