Στον Γκάχρις, κόμη του Μπέντγουιντριν— αυτή ήταν η μοναδική φράση που είχε καταφέρει να γράψει ως εκείνη τη στιγμή. Κάθισε στην καρέκλα βγάζοντας από το πάνω συρτάρι μια πένα με φτερό και ένα μελανοδοχείο.
Αγαπητέ Πατέρα, έγραψε. Χαμογέλασε σαρκαστικά με τη σκέψη ότι μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα κατάφερε να διπλασιάσει σχεδόν το κείμενο πάνω στην περγαμηνή. Είχε αρχίσει το γράμμα πριν από δέκα μέρες — αν εκείνη ή εισαγωγική φράση μπορούσε να θεωρηθεί αρχή. Ο Λούθιεν έγειρε πίσω στην καρέκλα και κοίταξε μπροστά του με άδειο βλέμμα, όπως έκανε και όλες τις προηγούμενες φορές που είχε δοκιμάσει να γράψει την επιστολή.
Αναρωτήθηκε τι θα μπορούσε να πει στον Γκάχρις. Ότι είχε γίνει κλέφτης; Αναστέναξε βαθιά και βούτηξε αποφασιστικά το φτερό στο μελανοδοχείο.
Είμαι στο Μόντφορτ. Είμαι μαζί με έναν εξαιρετικό τύπο, έναν Γασκόνο που ονομάζεται Όλιβερ ντε Μπάροους.
Ο Λούθιεν σταμάτησε και γέλασε με τη σκέψη ότι θα μπορούσε να γράψει τέσσερις σελίδες περιγράφοντας τον Όλιβερ. Κοίταξε το μικρό μελανοδοχείο στο τραπέζι δίπλα στην περγαμηνή, συνειδητοποιώντας ότι δεν είχε τόσο πολύ μελάνι.
Βασικά, δεν ξέρω γιατί γράφω αυτό το γράμμα. Νομίζω ότι εσύ κι εγώ δεν έχουμε πολλά να πούμε ο ένας στον άλλο. Ήθελα απλώς να σου πω ότι είμαι εντάξει και ότι τα πηγαίνω καλά εδώ.
Αυτή η τελευταία φράση είναι αλήθεια, συνειδητοποίησε ο Λούθιεν καθώς φυσούσε το γράμμα για να στεγνώσει η μελάνη. Ήθελε όντως να ενημερώσει τον Γκάχρις ότι είναι καλά.
Το χαμόγελό του μετατράπηκε πάλι σε συνοφρύωμα.
Ή ίσως δεν είμαι και τόσο καλά, έγραψε ο Λούθιεν. Είμαι προβληματισμένος, Πατέρα, από αυτά που έχω δει και έχω μάθει. Τι είναι όλο αυτό το ψέμα που ζούμε; Γιατί οφείλουμε αφοσίωση σε έναν κατακτητή βασιλιά και στον στρατό των Κυκλωπιανών του σκύλων;
Σταμάτησε πάλι. Δεν ήθελε να πολυασχολείται με πολιτικά θέματα που καταλάβαινε ελάχιστα, παρά τα μαθήματα του Μπριντ’Αμούρ. Όταν άρχισε να γράφει πάλι, με την πένα να τρέχει πάνω στην ανώμαλη επιφάνεια της περγαμηνής, μίλησε για ένα θέμα που είχε αρχίσει να μαθαίνει πολύ καλά.
Θα ’πρεπε να δεις τα παιδιά του Μόντφορτ. Τρέχουν στα χαντάκια, αναζητούν πεταμένα αποφάγια ή ποντίκια, ενώ οι πλούσιοι έμποροι γίνονται ακόμη πλουσιότεροι εκμεταλλευόμενοι τον μόχθο των τσακισμένων γονιών αυτών των παιδιών.
Έχω γίνει κλέφτης, Πατέρα. ΕΧΩ ΓΙΝΕΙ ΚΛΕΦΤΗΣ!
Ο Λούθιεν πέταξε την πένα στο γραφείο κοιτάζοντας κατάπληκτος την περγαμηνή. Δεν είχε σκοπό να αποκαλύψει το επάγγελμά του στον Γκάχρις. Σίγουρα όχι! Του είχε βγει από μόνο του, αποτέλεσμα του θυμού του που όλο και μεγάλωνε. Έπιασε την άκρη της περγαμηνής και πήγε να την τσαλακώσει, σταμάτησε όμως και την έστρωσε πάλι μπροστά του κοιτάζοντας αυτές τις τελευταίες λέξεις.
ΕΧΩ ΓΙΝΕΙ ΚΛΕΦΤΗΣ!
Για τον νεαρό Μπέντγουιρ, ήταν σαν να κοιτάζει σε έναν καθαρό καθρέφτη, έναν αμερόληπτο καθρέφτη της ψυχής του και των προβλημάτων του. Αυτό που έβλεπε μέσα δεν τον σταμάτησε όμως και, πεισματικά, πηγαίνοντας κόντρα στην αδυναμία του, πήρε την πένα, έστρωσε πάλι την περγαμηνή και συνέχισε να γράφει.
Ξέρω ότι υπάρχει μια τρομερή αδικία στη χώρα. Ο φίλος μου, ο Μπριντ’Αμούρ, την ονόμασε πληγή και αυτός ο χαρακτηρισμός της ταιριάζει, γιατί το ρόδο του Εριαντόρ μαραίνεται μπροστά στα ίδια μας τα μάτια. Δεν ξέρω αν το αίτιο είναι ο βασιλιάς Γκρινσπάροου και οι δούκες του, ξέρω όμως μέσα στην καρδιά μου ότι κάποιος που συμμαχεί με Κυκλωπιανούς θα προτιμούσε μια πληγή από ένα ρόδο.
Λυτή η μόλυνση, αυτή η πανούκλα απλώνεται βαριά πέρα, στην άνω πόλη όπου ζουν οι πλούσιοι, και εκεί πηγαίνω μέσα στο σκοτάδι της νύχτας για να πάρω τη λίγη εκδίκηση που χωρούν οι τσέπες μου!
Έχω ματώσει το ξίφος μου με το αίμα Κυκλωπιανών, αλλά φοβάμαι ότι η πληγή είναι βαθιά. Φοβάμαι για το Εριαντόρ. Φοβάμαι για τα παιδιά.
Ο Λούθιεν έγειρε πάλι πίσω και έμεινε να κοιτάζει για πολλή ώρα το γράμμα του. Αισθανόταν ένα κενό στο στήθος του, μια γενική απελπισία. Τη λίγη εκδίκηση που χωρούν οι τσέπες μου, διάβασε μεγαλόφωνα και, για τον Λούθιεν Μπέντγουιρ, που πίστευε ότι ο κόσμος θα ’πρεπε να είναι διαφορετικός, η φράση αυτή ήταν θλιβερή.
Πέταξε την πένα στο γραφείο ετοιμαζόμενος να σηκωθεί, μετά όμως την πήρε πάλι, έβρεξε καλά τη μύτη της στο μελάνι και υπογράμμισε την επικεφαλίδα του γράμματος με μια χοντρή γραμμή.