Выбрать главу

«Π’ ανάθεμά σε, Γκάχρις», ψιθύρισε, και τα λόγια αυτά τον πόνεσαν βαθιά φέρνοντας δάκρυα στα μάτια του.

Ο Λούθιεν κοιμόταν του καλού καιρού στην άνετη πολυθρόνα όταν έφτασε ο Όλιβερ στο μικρό διαμέρισμα. Ο χάφλινγκ μπήκε μέσα χαρούμενος, με ένα πουγκί γεμάτο χρυσά νομίσματα να κουδουνίζει στη ζώνη του. Τα είχε πάει καλά με το βάζο και τώρα σκεφτόταν διάφορους απολαυστικούς τρόπους για να ξοδέψει τα λεφτά.

Πλησίασε τον Λούθιεν θέλοντας να τον ξυπνήσει για να πάνε στην αγορά πριν ο κόσμος αγοράσει ή κλέψει όλα τα καλά εμπορεύματα, αλλά πρόσεξε την περγαμηνή στο γραφείο και πήγε εκεί αθόρυβα.

Το χαμόγελό του έσβησε καθώς διάβασε τα απελπισμένα λόγια του φίλου του. Το βλέμμα που έριξε στον Λούθιεν ήταν γεμάτο από ειλικρινή συμπόνια.

Μετά, αφού στάθηκε μπροστά στον Λούθιεν, χαμογέλασε πάλι και τον ξύπνησε κουδουνίζοντας τα νομίσματα μπροστά στο πρόσωπό του.

«Άνοιξε τα νυσταγμένα μάτια σου!» φώναξε εύθυμα. «Ο ήλιος έχει ανεβεί ψηλά και η αγορά περιμένει!»

Ο Λούθιεν βόγγηξε και πήγε να γυρίσει το κεφάλι του από την άλλη, αλλά ο Όλιβερ τον έπιασε από τον ώμο και με μια απρόσμενη δύναμη για έναν τόσο μικρόσωμο άνθρωπο, τον γύρισε πάλι μπροστά. «Έλα, λοιπόν, κατσούφη φίλε μου», είπε ο Όλιβερ. «Ήδη ο βοριάς φέρνει το τσουχτερό κρύο του χειμώνα κι έχουμε τόσα πράγματα να αγοράσουμε! Θα χρειαστώ τουλάχιστον μια ντουζίνα ζεστά παλτά ακόμη για να πω ότι είμαι σωστά ντυμένος!

Ο Λούθιεν κοίταξε κάτω από το ένα νυσταγμένο του βλέφαρο. Μια ντουζίνα παλτά; σκέφτηκε. Τι είναι αυτά που λέει ο Όλιβερ;

»Μια ντουζίνα, είπα!» επανέλαβε ο χάφλινγκ. «Για να διαλέξω ποιο ανάμεσά τους είναι το πιο ταιριαστό για έναν άνθρωπο της φήμης μου. Και τα άλλα, πφ…» πρόσθεσε με ένα περιφρονητικό ύφος. «Τα άλλα θα τα πετάξω στο δρόμο.

Το πρόσωπο του Λούθιεν ζάρωσε από μια γκριμάτσα σύγχυσης. Γιατί να πετάξει ο Όλιβερ καινούρια παλτά στο δρόμο;

»Έλα, έλα», είπε ο χάφλινγκ, πηγαίνοντας ανυπόμονα στην πόρτα. «Πρέπει να πάμε στην αγορά πριν πέσουν όλα αυτά τα παλιόπαιδα και τα κλέψουν όλα!»

Τα παιδιά. Ώστε θα πετούσε τα παλτά στο δρόμο! Θα τα πετούσε εκεί όπου θα τα έβρισκαν αυτά τα ίδια παιδιά για τα οποία είχε παραπονεθεί, τα περισσότερα από τα οποία είχαν περίπου το ύψος του. Ο Λούθιεν βρήκε τη λύση στο αίνιγμα και η γνώση της κρυφής γενναιοδωρίας του Όλιβερ του έδωσε τη δύναμη να πεταχτεί από την πολυθρόνα.

Με ανάλαφρο βήμα και έναν νέο και σημαντικό σκοπό ξεκίνησαν για την αγορά της κάτω πόλης του Μόντφορτ, μια μεγάλη ανοιχτή πλατεία με πάγκους και μερικά κλειστά αντίσκηνα. Υπήρχαν πολλοί “ψυχαγωγοί” που έδιναν παραστάσεις για τον κόσμο, μερικοί τραγουδούσαν, άλλοι έπαιζαν εξωτικά όργανα, άλλοι έκαναν ζογκλερικά ή ακροβατικά κόλπα. Ο Λούθιεν κρατούσε το χέρι πάνω στο πουγκί του όταν περνούσαν κοντά τους. Το πρώτο μάθημα που του είχε κάνει ο Όλιβερ για την αγορά ήταν ότι σχεδόν όλοι αυτοί οι τύποι χρησιμοποιούν τα νούμερά τους για να κρύβουν το πραγματικό τους επάγγελμα.

Είχε καλό καιρό και η αγορά ήταν γεμάτη κόσμο. Ένα εμπορικό καραβάνι, το τελευταίο από τα μεγάλα αυτής της χρονιάς, είχε φτάσει την προηγούμενη μέρα στην πόλη. Είχε έλθει από το Άβον περνώντας από το Τείχος του Μαλπουισάν και κάνοντας κύκλο γύρω από το βόρειο άκρο του Άιρον Κρος. Τα περισσότερα εμπορεύματα έρχονταν από το Πορτ Τσάρλι στα δυτικά, αλλά με τους πειρατές του Μπαράντουιν να έχουν υπό τον έλεγχό τους τα στενά, τα μεγαλύτερα και πλουσιότερα καραβάνια, που έρχονται από τον νότο, μερικές φορές προτιμούσαν τη μακρύτερη αλλά πιο ασφαλή διαδρομή της ξηράς.

Οι δυο φίλοι τριγύριζαν μέσα στην αγορά για αρκετή ώρα. Ο Όλιβερ αγόρασε ένα τεράστιο σακούλι με καραμέλες, και μετά σταμάτησε πάλι στον πάγκο ενός ενδυματοπώλη θαυμάζοντας τα πολλά γούνινα παλτά. Ο χάφλινγκ έκανε μια προσφορά για ένα από αυτά δίνοντας τα μισά από την τιμή που ζητούσε ο έμπορος, αυτός όμως τον αγριοκοίταξε και επανέλαβε την κανονική τιμή.

Το αδιέξοδο συνεχίστηκε για μερικά λεπτά, μέχρι που ο Όλιβερ σήκωσε ψηλά τα χέρια, αποκάλεσε τον έμπορο “βάρβαρο” και έφυγε με γρήγορο βήμα.

«Η τιμή ήταν καλή», παρατήρησε ο Λούθιεν τρέχοντας για να προλάβει τον. πάντα εντυπωσιακά ντυμένο σύντροφό του.

«Δεν ήθελε να παζαρέψει», απάντησε ο Όλιβερ με ξινισμένο ύφος.

«Μα η τιμή ήταν ήδη λογική», επέμεινε ο νέος.

«Το ξέρω», είπε ανυπόμονα ο Όλιβερ κοιτάζοντας πίσω στον πάγκο. «Βάρβαρος!»

Ο Λούθιεν ήταν έτοιμος να απαντήσει, αλλά κρατήθηκε. Η πείρα του στην αγορά ήταν περιορισμένη, αλλά είχε διαπιστώσει ήδη ότι μπορούσες να αγοράσεις τα περισσότερα εμπορεύματα σε ένα ποσοστό από πενήντα έως εβδομήντα πέντε τοις εκατό της φανερά φουσκωμένης τιμής που ζητούσε ο κάθε έμπορος. Ήταν ένα παιχνίδι που έπαιζαν οι έμποροι και οι αγοραστές, ένα παζάρι που, από όσο μπορούσε να καταλάβει ο Λούθιεν, είχε απλώς σκοπό να κάνει την κάθε μια τις δύο πλευρές να αισθανθεί ότι έκλεψε την άλλη.