Выбрать главу

Στην επόμενη στάση τους, επίσης σε πάγκο ενδυματοπώλη, ο Όλιβερ και ο έμπορος παζάρεψαν άγρια για ένα ρούχο παρόμοιο με εκείνο που δεν είχε αγοράσει προηγουμένως ο χάφλινγκ. Τελικά συμφώνησαν και ο Όλιβερ πλήρωσε πέντε ολόκληρα ασημένια νομίσματα πάνω από την τιμή του πρώτου παλτού. Ο Λούθιεν σκέφτηκε να το επισημάνει αυτό στον Όλιβερ καθώς έφευγαν με την τελευταία τους αγορά, αλλά είδε το αυτάρεσκο χαμόγελο του φίλου του και αποφάσισε ότι δεν είχε νόημα.

Έτσι πέρασε το πρωινό τους: αγόραζαν, αντάλλασσαν, παρακολουθούσαν τους “ψυχαγωγούς”, πετούσαν χούφτες καραμέλες στα πολλά παιδιά που έτρεχαν μέσα στον κόσμο. Ήταν ένα εντελώς συνηθισμένο πρωινό, που παρ’ όλα αυτά όμως έφτιαξε σημαντικά την πεσμένη διάθεση του Λούθιεν και τον βοήθησε να αισθανθεί ότι τουλάχιστον κάνει και κάτι θετικό.

Όταν πια ήταν έτοιμοι να φύγουν, ο Λούθιεν κουβαλούσε στον ώμο του έναν τεράστιο σάκο με τα πράγματα που είχαν αγοράσει. Ο Όλιβερ περπατούσε δίπλα και λιγάκι πιο πίσω του καθώς περνούσαν μέσα από τον κόσμο, έχοντας τον νου του για κλέφτες που μπορεί να έσκιζαν τον σάκο με το μαχαίρι και να άρπαζαν πράγματα από μέσα. Ο χάφλινγκ είχε γυρίσει και κοίταζε έναν τέτοιο ύποπτο τύπο, όταν έπεσε ξαφνικά με το κεφάλι πάνω στον σάκο του Λούθιεν. Έκανε πίσω, κούνησε το κεφάλι του και έσκυψε για να σηκώσει το πεσμένο καπέλο του. Ο τύπος, που είχε παρακολουθήσει τη σκηνή, έβαλε τα γέλια και ο Όλιβερ σκέφτηκε ότι ίσως χρειαζόταν να τον πλησιάσει και να γράψει το όνομά του με το σπαθί πάνω στα ρούχα του.

«Ανόητε!» φώναξε ντροπιασμένος στον Λούθιεν. «Να μου το λες όταν έχεις σκοπό να σταματήσεις!» Ο Όλιβερ τίναξε το καπέλο χτυπώντας το στο πόδι του και συνέχισε τις φωνές μέχρι που αντιλήφθηκε επιτέλους ότι ο Λούθιεν ούτε καν τον άκουγε.

Τα μάτια του νεαρού ήταν καρφωμένα ίσια μπροστά και κοίταζαν προσηλωμένα χωρίς καν να ανοιγοκλείνουν. Ο Όλιβερ πήγε να τον ρωτήσει τι κοιτάζει τόσο απορροφημένος, μετά όμως ακολούθησε το βλέμμα του και δεν ήταν πολύ δύσκολο να καταλάβει.

Η γυναίκα ήταν λεπτή και πολύ όμορφη, αυτό φαινόταν καθαρά παρά τα φτωχικά και λιωμένα ρούχα της. Περπατούσε με σκυμμένο το κεφάλι, με τα μακριά και πυκνά σταρόχρωμα μαλλιά της να σκεπάζουν τα μάγουλα και τους ώμους της. Αλλά μήπως αυτό που διέκρινε ο Όλιβερ να ξεπροβάλει ανάμεσα από τα μαλλιά της ήταν η άκρη ενός μυτερού αυτιού; Πελώρια πράσινα μάτια, φωτεινά και μαγνητικά, κρυφοκοίταζαν κάτω από τις μπούκλες δείχνοντας μια εσωτερική δύναμη που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τη φανερά δύσκολη θέση της στη ζωή. Ήταν επικεφαλής της ακολουθίας ενός εμπόρου και μερικά βήματα πίσω ακολουθούσε ο αφέντης της, ένας τύπος με αιχμηρά χαρακτηριστικά που ο Όλιβερ σκέφτηκε ότι μοιάζει εκπληκτικά με όρνεο.

Ο Όλιβερ πήγε δίπλα στον Λούθιεν και τον σκούντησε δυνατά στα πλευρά.

Ο Λούθιεν ούτε καν ανοιγόκλεισε τα μάτια και ο Όλιβερ αναστέναξε καταλαβαίνοντας ότι ο φίλος του είχε κεραυνοβοληθεί για τα καλά.

«Είναι σκλάβα», είπε προσπαθώντας να τραβήξει την προσοχή του Λούθιεν. «Μάλλον μισοξωτική, μιγάδας από ξωτικό και άνθρωπο. Κι αυτός ο έμπορος δεν θα σου την πουλήσει ούτε για όλο το χρυσάφι του Εριαντόρ».

«Σκλάβα;» είπε το παλληκάρι κοιτάζοντας τον Όλιβερ με ένα ύφος που έδειχνε σύγχυση, λες και η έννοια αυτή του ήταν άγνωστη.

Ο Όλιβερ έγνεψε καταφατικά. «Ξέχνα την τώρα», πρόσθεσε ο χάφλινγκ.

Ο Λούθιεν κοίταξε πάλι, αλλά η γυναίκα και ο έμπορος με την υπόλοιπη ακολουθία είχαν χαθεί μέσα στον κόσμο.

»Ξέχνα την», επανέλαβε ο Όλιβερ, αλλά ο Λούθιεν είχε την αίσθηση ότι του ήταν αδύνατο να το κάνει αυτό.

Οι δυο φίλοι γύρισαν πίσω στο μικρό τους διαμέρισμα, άφησαν τα πράγματά τους και μετά ο Όλιβερ επέμεινε να πάνε στο Ντουέλφ. Όσο κάθονταν στη γνωστή πια ταβέρνα, η σκέψη του Λούθιεν γύριζε συνέχεια στη γυναίκα και στις συνέπειες των έντονων συναισθημάτων που είχε ξυπνήσει μέσα του.

Σκεφτόταν και την Κατρίν, τον έρωτα της νιότης του. «Της νιότης μου!» μουρμούρισε μόνος του, όταν συνειδητοποίησε πόσο παράξενη ήταν αυτή η σκέψη. Πριν από μερικές βδομάδες μόνο ήταν ακόμα ζευγάρι με την Κατρίν Ο’Χέιλ, αλλά εκείνη η αθώα περίοδος στο Μπέντγουιντριν ήταν τόσο μακρινή τώρα, ώστε έμοιαζε με μια άλλη ζωή, σε έναν άλλο κόσμο, ένα γλυκό όνειρο που χάθηκε μπροστά στη σκληρή πραγματικότητα.

Και η Κατρίν; αναρωτήθηκε. Σίγουρα νοιαζόταν γι’ αυτή, ίσως και να την αγαπούσε. Αλλά αυτή η αγάπη δεν τον φλόγιζε, δεν έκανε την καρδιά του να βροντά όπως έγινε όταν του έριξε μία απλή ματιά εκείνη η όμορφη σκλάβα. Φυσικά, δεν ήξερε σίγουρα αν πρέπει να αποδώσει αυτό το γεγονός σε ειλικρινή συναισθήματα για τη σκλάβα ή στις γενικές αλλαγές που είχαν συμβεί στη ζωή του — ή ίσως στο απλό γεγονός ότι τώρα ζούσε στα όρια της καταστροφής. Μήπως γι’ αυτό τον λόγο είχαν οξυνθεί όλα τα συναισθήματά του; Και αν έμπαινε η Κατρίν εκείνη τη στιγμή στο Ντουέλφ, πώς θα αντιδρούσε βλέποντάς την;